Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [341 - 360]
οἰστράω ή -έω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ᾤστρησα ή οἴστρησαΠαθ., μτχ. αορ. αʹ οἰστρηθείς (οἶστροςI. τσιμπώ, κεντρίζω, κυρίως λέγεται για έντομο· μεταφ., μολύνω με το μικρόβιο της τρέλας, αὐτὰς ἐκ δόμων οἴστρησα, τις οδήγησα στην τρέλα και τις έκανα να βγουν και να φύγουν από το σπίτι, σε Ευρ.Παθ., οἰστρηθείς, αυτός που έχει παραφρονήσει, σε Σοφ. ΙI. αμτβ., σαν το Παθ., με τσίμπησε μύγα, μυγιάζομαι, οδηγούμαι στην τρέλα, οἰστρήσασα, σε κατάσταση φρενίτιδας, μανιωδώς, σε Αισχύλ.· λέγεται για τον Μενέλαο, σε Ευρ.· ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ, σε Πλάτ.
οἰστρ-ήλᾰτος, -ον (ἐλαύνω), αυτός που έχει δεχτεί τσίμπημα εντόμου, μανιώδης, σε Αισχύλ.
οἴστρημα, -ατος, τό, οξύς πόνος από κεντρί εντόμου· μεταφ., φρενίτιδα, σε Σοφ.
οἰστρο-βολέω, μέλ. -ήσω, πλήττω με βέλη σα να είχα κεντρί, σε Ανθ.
οἰστρο-δίνητος[ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται σφαδάζοντας από τσίμπημα εντόμου, σε Αισχύλ.
οἰστρο-πλήξ, -ῆγος, , (πλήσσω), αυτός που δέχτηκε δήγμα εντόμου, εξαγριωμένος, μανιακός, στους Τραγ.
οἶστρος, , I. έντομο, αλογόμυγα, Λατ. asilus, που παρενοχλεί τα ζώα του κοπαδιού, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. II. 1. μεταφ., τσίμπημα, κέντρισμα, οτιδήποτε μπορεί να οδηγήσει σε φρενίτιδα, μανία, σε Ευρ.· απόλ., το κέντρισμα του πόνου, αγωνία, σε Σοφ. 2. σφοδρή, τρελή επιθυμία, παράλογο πάθος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, τρέλα, μανία, παραφροσύνη, σε Σοφ., Ευρ.
οἰσύα, , δέντρο που ανήκει στο είδος της ιτιάς, λυγαριά.
οἰσύϊνος[ῐ], , -ον, αυτός που προέρχεται από τη λυγαριά, πλέγμα φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.
οἰσύπη[ῠ] ή οἴσπη, , ιδρώτας και λίπος από το μαλλί των προβάτων, σε Ηρόδ.
οἰσῠπηρός, , -όν, αυτός που περιέχει λίπος, λιπαρός, λιγδιάρης, σε Αριστοφ.
οἴσω, μέλ. του φέρω.
Οἴτη, , το όρος Οἴτη στη Θεσσαλία, σε Στράβ.· επίθ., Οἰταῖος, , -ον, αυτός που ανήκει στην ή προέρχεται από την Οἴτη, σε Σοφ. κ.λπ.· οἱ Οἰταῖοι, οι κάτοικοι της περιοχής της Οίτης, σε Θουκ.
οἶτος, , μοίρα, πεπρωμένο, θάνατος, συμφορά, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.
Οἰχᾰλία, Ιων. -ίη, , όνομα πόλης στη Θεσσαλία, σε Ομήρ. Ιλ.· Οἰχαλιεύς, -έως, Επικ. -ῆος, , ο καταγόμενος από την Οιχαλία ή ο κάτοικός της, στο ίδ.· Επικ. επίρρ. -ίηθεν, από την Οιχαλία, στο ίδ.
οἰχέομαι, = οἴχομαι, σε Ανθ.
οἰχνέω, μόνο σε ενεστ. και Ιων. παρατ. οἴχνεσκον· I. πηγαινοέρχομαι, πορεύομαι, σε Ομήρ. Οδ.· περπατώ, πορεύομαι, δηλ. ζω, σε Σοφ. II. όπως το οἴχομαι, έχω αποχωρήσει, είμαι φευγάτος, στον ίδ. III. με αιτ. προσ., όπως το προσέρχομαι, πλησιάζω, σε Πίνδ.
οἴχομαι, παρατ. ᾠχόμην, Ιων. οἰχόμην· μέλ. οἰχήσομαι, παρακ. ᾤχωκα, Ιων. οἴχωκα· Ιων. γʹ ενικ. υπερσ. οἰχώκεε· επίσης, Παθ. παρακ. ᾤχημαι, Ιων. οἴχημαι· I. αποθ., απέρχομαι, φεύγω, Λατ. abesse (όχι abire), με σημασία παρακ. και παρατ. ᾠχόμην, με σημασία υπερσ., αντίθ. προς το ἥκω, έχω έρθει, ενώ το ἔρχομαι, πηγαίνω ή έρχομαι, λειτουργεί ως ενεστ. και των δύο, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά με μτχ., οἴχεται φεύγων, έφυγε και χάθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.· ὤχετ' ἀποπτάμενος, πέταξε και εξαφανίστηκε, στο ίδ.· οἴχεται θανών (βλ. κατωτ. II. 1)· επίσης, με επίθ., οἴχεται φροῦδος, εξαφανίστηκε εντελώς, έγινε καπνός, σε Αριστοφ.· με αιτ., έχω δραπετεύσει, ξεφύγει από, στον ίδ. II. Ειδικότερες χρήσεις: 1. ευφημ. αντί θνῄσκω, έχω απέλθει, έχω πεθάνει, οἴχεται εἰς Ἀΐδαο, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., οἴχεται θανών, σε Σοφ. κ.λπ.· στον Όμηρ., απλώς απών ή ξενιτεμένος, Ὀδυσσῆος πόθος οἰχομένοιο, λαχτάρα για τον απόντα Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ. 2. είμαι αφανισμένος, κατεστραμμένος, σε Σοφ.· ιδίως στα ᾤχωκα ή οἴχωκα, Λατ. perii, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. λέγεται για πράγματα, προκειμένου να δηλώσει οποιαδήποτε γρήγορη, αιφνιδιαστική, βίαιη κίνηση, ορμώ, επιπίπτω, σε Ομήρ. Ιλ.
οἴω, Επικ. ὀΐω [ῑ], βλ. οἴομαι.
οἰωνίζομαι, Αττ. μέλ. -ιοῦμαι· γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ οἰωνίσαιτο· I. αποθ., λαμβάνω προμηνύματα, οιωνούς, από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, Λατ. augurium capere, σε Ξεν. II. προλέγω το μέλλον μέσω οιωνών, μαντεύω, με αιτ. και απαρ., σε Ξεν.