Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 1.622 λήμματα [1041 - 1060]
ὀρέοντο, Επικ. γʹ πληθ. αορ. βʹ του ὄρνυμι.
ὀρεοπολέω, περιφέρομαι στα βουνά, σε Λουκ.
ὀρεο-πόλος, -ον (πολέω), αυτός που περιφέρεται στα βουνά.
ὀρεσι-τρόφος, αυτός που έχει ανατραφεί στα βουνά, σε Όμηρ.
ὀρέ-σκιος, -ον (σκιά), αυτός που τον επισκιάζουν τα βουνά, σε Ανθ.
ὀρεσ-κῷος, -ον (κεῖμαι), αυτός που βρίσκεται στα βουνά, που έχει ανατραφεί στα βουνά, λέγεται για τους Κενταύρους, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κατσίκες, σε Ομήρ. Οδ.· στους Τραγ., ὀρέσκοος, -ον, σε Αισχύλ., Ευρ.
ὀρέσσ-αυλος, -ον (αὐλή), αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Ανθ.
ὄρεσσι, Επικ. αντί ὄρεσι, δοτ. πληθ. του ὄρος, βουνό.
ὀρεσσῐ-βάτης, , ποιητ. αντί ὀρεσιβάτης, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ.
ὀρεσσί-γονος, ποιητ. αντί ὀρεσι-, γεννημένος σε βουνό, σε Αριστοφ.
ὀρεσσῐ-νόμος, -ον, = ὀρεινόμος, σε Ησίοδ.
Ὀρέστεια, , I. ο μύθος του Ορέστη, όνομα των έργων του Αισχύλου: Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες· η μόνη σωζόμενη Τριλογία, σε Αριστοφ. II. Ὀρέστειον, τό, ναός αφιερωμένος στον Ορέστη, σε Ηρόδ.
Ὀρέστειος, , -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορέστη, Ηρόδ.
ὀρέστερος, , -ον, ποιητ. αντί ὀρεινός II, σε Όμηρ., Τραγ.
ὀρεστιάς, -άδος, (ὄρος), αυτή που ανήκει στα βουνά, Νύμφαι ὀρεστιάδες = Ὀρεάδες, σε Ομήρ. Ιλ.
ὄρεσφι, -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του ὄρος, βουνό.
ὀρεύς, Ιων. οὐρεύς, -έως, , μουλάρι, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (από το ὄρος, βουνό, καθώς τα μουλάρια χρησιμοποιούνται πολύ σε ορεινές περιοχές).
ὀρεχθέω, μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. ὀρέχθεον, είτε τεντώνομαι ή αγκομαχώ στην επιθανάτιο αγωνία (από ὀρέγομαι) ή (συγγενές προς το ῥοχθέω), πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για καρδιά, πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για θάλασσα, διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την παραλία, σηκώνει κύμα, σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. ὀρεχθῆν).
ὁρέω, Ιων. αντί ὁράω, σε Ηρόδ.
ὀρεω-κόμος, (ὀρεύς, κομέω), αυτός που φροντίζει μουλάρια, σε Πλάτ., Ξεν.