Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ν"

Βρέθηκαν 719 λήμματα [21 - 40]
νᾱμερτής, νᾱμέρτεια, Δωρ. αντί νημ-.
νᾶν, Δωρ. αντί ναῦν, αιτ. του ναῦς.
νᾶνος, , νάνος, σε Αριστοφ.
νᾱνο-φυής, -ές (φυή), αυτός που έχει ανάστημα νάνου, σε Αριστοφ.
Ναξι-ουργής, -ές (*ἔργω), αυτός που είναι Ναξιακής κατασκευής, σε Αριστοφ.
Νάξος, , η Νάξος, ένα από τα νησιά των Κυκλάδων, σε Ομηρ. Ύμν.· επίθ. Νάξιος, , -ον, αυτός που προέρχεται ή αναφέρεται στη Νάξο· οἱΝάξιοι, οι Ναξιώτες, οι κάτοικοι της Νάξου ή οι καταγόμενοι απ' αυτήν, σε Ηρόδ.· Ναξία ἀκόνα, ακονόπετρα, ακόνι από τη Νάξο, Λατ. cos Naxia, σε Πίνδ.
νᾱο-πόλος, (πολέω), Ιων. νηοπ-, αυτός που επιβλέπει, που εποπτεύει ναό, σε Ησίοδ.
νᾱός, Ιων. νηός, Αττ. νεώς, (ναίωI. κατοικία θεού, ιερό, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. II. το εσώτατο μέρος ναού, ο σηκός, όπου ήταν τοποθετημένη η εικόνα, το άγαλμα του θεού, σε Ηρόδ., Ξεν.
νᾱο-φύλαξ[ῠ], -ᾰκος, (ναός), φύλακας ναού, Λατ. aedituus, σε Ευρ., Αριστ.
νᾰπαῖος, , -ον, αυτός που ανήκει σε δασώδη κοιλάδα, σε Σοφ., Ευρ.
νάπη[ᾰ], , δασώδης κοιλάδα ή φαράγγι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
νάπος, τό, μεταγεν. τύπος του νάπη, σε Σοφ., Ευρ., Ξεν.
νᾶπυ, τό = σινάπι, βλ. βλέπειν, λέγεται για δριμύ και οργίλο βλέμμα, σε Αριστοφ.· πρβλ. κάρδαμον.
ναρδο-λῐπής, -ές (λίπος), αλειμμένος με λάδι από νάρδο, σε Ανθ.
νάρδος, , Λατ. nardus, το φυτό νάρδος ή ναρδόσταχυς, λάδι από νάρδο, σε Ανθ. (πιθ. ξένη λέξη).
ναρθηκο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που κρατά νάρθηκα, αυτός που κρατά ραβδί από νάρθηκα, πολλοί τοι ναρθηκοφόροι, Βάκχοι δέ τε παῦροι, δηλ. υπάρχουν πολλοί αξιωματούχοι, λίγοι όμως φωτισμένοι και ικανοί, λέγεται για τους αξιωματούχους που έχουν ψεύτικη φήμη, δόξα, σε Πλάτ.
νάρθηξ, -ηκος, , I. ψηλό καλαμώδες φυτό, Λατ. ferula, με κοίλο, νευρώδες και ανθεκτικό στέλεχος, μέσα στον οποίο μετέφερε ο Προμηθέας τη φωτιά από τον ουρανό στη γη, σε Ησίοδ. Τα στελέχη του χρησίμευαν σαν ράβδοι (θύρσοι) των πανηγυριστών του Διονύσου, σε Ευρ. (πρβλ. το προηγ.)· χρησίμευαν επίσης ως βέργες από τους δασκάλους στα σχολεία, σε Ξεν. II. μικρή θήκη για μύρα, σε Λουκ.
ναρκάω, μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ νάρκησα· γίνομαι άκαμπτος, καθίσταμαι δυσκίνητος ή ναρκώνομαι, Λατ. torpere, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
νάρκη, , I. αναισθησία, απονέκρωση, παράλυση, Λατ. torpor, σε Αριστοφ. II. πλατύ ψάρι που ναρκώνει όποιον το αγγίζει, της οικογένειας των Τορπεδινιδών, «ηλεκτρισμένο» ψάρι ή «μουδιάστρα», σε Πλάτ.
νάρκισσος, , σπανίως , το φυτό νάρκισσος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ. (από το ναρκάω, εξαιτίας των ναρκωτικών ιδιοτήτων του).