Αποτελέσματα για: "Μ"
Βρέθηκαν 1.922 λήμματα [301 - 320]
-
μᾰταιο-πόνος, -ον, αυτός που εργάζεται μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, σε Φίλωνα.
-
μάταιος[ᾰ], -α, -ον και -ος, -ον (μάτη), I. μάταιος, κενός, ανωφελής, ασήμαντος, επιπόλαιος, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ. II. απερίσκεπτος, παράτολμος, αναιδής, βέβηλος, ασεβής, σε Αισχύλ.· τὸ μὴ μάταιον, σοβαρότητα, βαρύτητα, στον ίδ. III. επίρρ. -ως, ανωφελώς, χωρίς υπόβαθρο, σε Σοφ.
-
μάταν, Δωρ. αντί μάτην.
-
μᾰτάω (μάτη), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐμάτησα, Επικ. μάτησα· είμαι οκνηρός, χασομερώ, χρονοτριβώ, χαζεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ ματᾷ τοὖργον, το έργο δεν πρέπει να καθυστερεί, σε Αισχύλ.· ματᾶν ὁδῷ, χαζεύω στο δρόμο, στον ίδ.· φροίμιον ματᾷ, είναι μάταιο, στον ίδ.
-
μᾰτεύω (*μάω), μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐμάτευσα· I. όπως το μαστεύω, αναζητώ, ερευνώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 2. με αιτ. προσ., καταδιώκω, κυνηγώ, αναζητώ, κυρίως λέγεται για λαγωνικά που ανακαλύπτουν το θήραμα με την όσφρηση, σε Αισχύλ.· μεταγεν. με γενική έννοια, στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ. 3. με απαρ., ζητώ ή προσπαθώ να κάνω κάτι, σε Πίνδ., Σοφ. 4. με αιτ. τόπου, αναζητώ, εξερευνώ, σε Θεόκρ.
-
μᾰτέω, σπανιότερος τύπος αντί ματεύω, σε Θεόκρ.
-
μάτη[ᾰ], ἡ, = ματία, ανοησία, σφάλμα, σε Αισχύλ.
-
μάτην, Δωρ. μάταν, 1. επίρρ., ματαίως, ανωφελώς, άσκοπα, Λατ. frustra, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ. Αττ.· μάτην ὁ μόχθος, ο κόπος πάει στράφι, σε Αισχύλ.· με ουσ., τὸ μάτην ἄχθος, άσκοπη στενοχώρια, στον ίδ. 2. κατά τύχη, χωρίς λόγο, Λατ. temere, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· ὁ νοσῶν μάτην, λέγεται για τρελό, σε Σοφ. 3. ανωφελώς, εσφαλμένα, Λατ. falso, στον ίδ.· μάτην βέβακεν, λέγεται για όνειρο, σε Αισχύλ.
-
μᾰτία, Ιων. -ίη, ἡ (μάτη), μάταια, άσκοπη προσπάθεια, σε Ομήρ. Οδ.
-
μᾱτιο-λοιχός, ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα γεύμα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. λέξη, που θεωρείται ότι προέρχεται από το μάτιον, μερίδα φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές).
-
ματραδελφεός, ματροδόκος, ματρόθεν, μάτρῳος, μάτρως, Δωρ. αντί μητρ-.
-
ματτύη, ἡ και ματτύης, -ου, ὁ, ένα πιάτο με λιχουδιές, σε Μένανδρ.· βλ. ματιολοιχός.
-
μάττω, Αττ. αντί μάσσω.
-
μαυρόω, μέλ. μαυρώσω, αντί ἀμαυρόω, χάριν μέτρου, 1. σκιάζω, σκοτεινιάζω, τυφλώνω, καθιστώ κάποιον ανίσχυρο, σε Πίνδ., Αισχύλ. 2. μεταφ., θολώνω, συσκοτίζω, ρίχνω στη λήθη κάτι, σε Ησίοδ. — Παθ., γίνομαι αόριστος, ασαφής, σε Θέογν., Αισχύλ.
-
Μαύσωλος, ὁ, βασιλιάς της Αλικαρνασσού, σύζυγος της Αρτεμισίας, σε Ηρόδ.· Μαυσωλεῖον, τό, ο τάφος του στην Αλικαρνασσό, και ως προσηγορικό, μαυσωλείο, μεγαλοπρεπής τάφος, σε Στράβ.
-
μἀφελῇς, κράση αντί μὴ ἀφελῇς.
-
μάχαιρα, ἡ (μάχομαι),· 1. μεγάλο μαχαίρι ή είδος στιλέτου (εγχειριδίου) που έφεραν οι ήρωες της Ιλιάδας δίπλα στη θήκη του ξίφους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, μαχαίρι για την κοπή κρέατος, σε Ηρόδ., Αττ. 2. ως όπλο, μικρό σπαθί ή στιλέτο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σπαθί ή κυρτό ξίφος, σε αντίθ. προς το ίσιο σπαθί (ξίφος), σε Ξεν. 3. είδος ξυραφιού, μιᾷ μαχαίρᾳ, με τη μονή λεπίδα του ξυραφιού, σε αντίθ. προς το διπλῆ μάχαιρα, ψαλίδι, σε Αριστοφ.
-
μᾰχαιρίδιον[ῐ], τό, υποκορ. του μάχαιρα, σε Λουκ.
-
μᾰχαίριον, τό, υποκορ. του μάχαιρα, σε Ξεν.
-
μᾰχαιρίς, -ίδος, ἡ, υποκορ. του μάχαιρα, ξυράφι, σε Αριστοφ., Λουκ.