Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Λ"

Βρέθηκαν 1.066 λήμματα [301 - 320]
λειτ-ουργός, (λήϊτος, ἔργωI. στην Αθήνα, αυτός που αναλαμβάνει μία λειτουργία (βλ. ανωτ.). II. δημόσιος υπηρέτης, Ρωμ. lictor, σε Πλούτ.· μεταφ., λειτουργὸς τῆς χρείας ἐμῆς, που υπηρετεί την ανάγκη μου, σε Κ.Δ. III. με θρησκευτική σημασία, ιερουργός, ιερέας, στο ίδ.
λειχήν, -ῆνος, , είδος βρύου που φυτρώνει στα δέντρα, λειχήνα· έπειτα, λειχηνοειδές εξάνθημα, καρκίνωμα, έλκος, σκορβούτο, ερυσίβη (ασθένεια φυτών), ψώρα, σε Αισχύλ.
λειχ-ήνωρ, -ορος, (ἀνήρ), αυτός που γλύφει τους άντρες, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.· ομοίως και, λειχο-μύλη [ῠ], , αυτή που γλείφει το αλεύρι, στο ίδ.· λειχο-πίναξ [ῐ], -ακος, , αυτός που γλείφει την πιατέλα, στο ίδ.
λείχω, μέλ. λείξω, αόρ. ἔλειξα· 1. γλείφω, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Αριστοφ. 2. ανώμ. μτχ. παρακ., γλώσσῃσι λελειχμότες, αυτοί που παίζουν με τις γλώσσες τους, σε Ησίοδ.
λεῖψαι, απαρ. αορ. του λείβω· όχι του λείπω.
λειψᾰνη-λόγος, -ον (λέγω Β), αυτός που συλλέγει λείψανα, απομεινάρια, σε Ανθ.
λείψᾰνον, τό (λείπω1. κομμάτι που έχει απομείνει, ερείπιο, υπόλοιπο, απομεινάρι, σε Ευρ. 2. στον πληθ., λείψανα, απομεινάρια, Λατ. reliquiae, λέγεται για τους πεθαμένους, σε Σοφ., Πλάτ.· αλλά, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λείψανον, αποτελούν τα καλά τους έργα, το καλό όνομά τους, σε Ευρ.· λείψανα, απομεινάρια της νιότης, σε Αριστοφ.
Λειψ-ύδριον, τό (λείπομαι, ὕδωρ), περιοχή χωρίς νερό κοντά στο βουνό Πάρνηθα της Αττικής, σε Ηρόδ.
λει-ώδης, -ες (εἶδος), λεῖος, ομαλός, επίπεδος· ως κύριο όνομα σε Όμηρ.
λείων, , Επικ. αντί λέων.
λεκάνη[ᾰ], , = λέκος, σε Αριστοφ.· πηλοφόρι, στον ίδ.
λεκάνιον, τό, υποκορ., σε Αριστοφ., Ξεν.
λεκῐθο-πώλης, -ου, , θηλ. λεκιθοπώλις, -ιδος (πωλέω), αυτός που πουλάει αλεσμένα όσπρια, φάβα ή αυγά, σε Αριστοφ.
λέκῐθος, , χυλός από όσπρια αλεσμένα με λίπος, σε Αριστοφ.
λέκος, -εος, τό, πιάτο, κατσαρόλα, κύπελλο, σε Ιππών.
λεκτέος, , -ον, ρημ. επίθ. του λέγω· I. αυτός για τον οποίο πρέπει κάποιος να μιλήσει, σε Πλάτ. II. λεκτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να πει, στον ίδ.
λεκτικός, , -όν (λέγω Γ)· I. ικανός να αρθρώσει λόγο, σε Ξεν. II. κατάλληλος, ικανός στην ομιλία, ευφραδής, σε Δημ.
λέκτο, 1. γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του λέγω (Α). 2. Μέσ. αόρ. βʹ του λέγω (Β).
λεκτός, , -όν (λέγω Β), συναθροισμένος, εκλεκτός, διαλεχτός, επίλεκτος, σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ. II. (λέγω Γ), ικανός να λεχθεί, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.
λέκτρον, τό (λέγω Α)· I. όπως το λέχος, ανάκλιντρο, κρεβάτι, Λατ. lectus, σε ενικ. και πληθ., σε Όμηρ.· λέκτρονδε, στο κρεβάτι, σε Ομήρ. Οδ. II. έπειτα στον πληθ., νυφικό κρεβάτι, σε Πίνδ., Τραγ.· ἀλλότρια, νόθα λέκτρα, για παράνομες σχέσεις, σε Ευρ.