Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [21 - 40]
κάδος[ᾰ], (χαδεῖν;I. 1. δοχείο ή αγγείο για νερό ή κρασί, Λατ. cadus, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. μέτρο μέτρησης υγρών = ἀμφορεύς, σε Ανθ. II. κάλπη για την συγκέντρωση ψήφων, ψηφοδόχος όπως το καδίσκος, σε Αριστοφ.
κᾶδος, Δωρ. αντί κῆδος.
Κάειρα, , θηλ. από το Κάρ, I. γυναίκα από την Καρία, σε Ομήρ. Ιλ. II. θηλ. επίθ. = Καρική, Καρική, σε Ηρόδ.
κᾰείς, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του καίω· καήμεναι, Επικ. αντί καῆναι, απαρ.
κᾰθά[ᾰ], επίρρ., αντί καθ' ἅ, σύμφωνα με, ακριβώς όπως, σε Ξεν.· ομοίως και καθάπερ, Ιων. κατάπερ, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επιτετ. καθάπερ εἰ, Ιων. κατάπερ εἰ, ωσάν, όπως ακριβώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.· καθάπερ ἄν, σε Δημ.· καθάπερ ἂν εἰ, σε Πλάτ. κ.λπ.
καθ-ᾰγίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, Ιων. κατ-· I. αφοσιώνω, αφιερώνω, προσφέρω σε θεό, τί τινι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για θυσία μέσω φωτιάς, σε Ηρόδ.· κάνω, δίνω προσφορές, προσφέρω θυσίες στις ψυχές των νεκρών, Λατ. parentare, σε Λουκ. II. γενικά, καίω, καταγιζομένου τοῦ καρποῦ, σε Ηρόδ.· καίω νεκρό σώμα, ακόμη και θάβω, σε Πλούτ.· ομοίως και, ὅσων σπαράγματ' ἢ κύνες καθήγισαν, όσων τα κατασπαραγμένα σώματα έθαψαν τα σκυλιά, δηλ. τα κατέφαγαν, τα κατεσπάραξαν, σε Σοφ.
καθᾰγισμός, , επικήδειες τελετές, Λατ. parentalia, σε Λουκ.
καθ-αγνίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. καθαρίζω, εξαγνίζω, αγιάζω, σε Λουκ.Παθ., μήτηρ πυρὶ καθήγνισται δέμας, δηλ. κάηκε πάνω στην νεκρική πυρά, σε Ευρ. II. προσφέρω ως εξιλεωτική, εξαγνιστική θυσία, στον ίδ.
καθαιμακτός, -όν, αιματοκυλισμένος, αυτός που έχει κηλίδες αίματος, καταματωμένος, αιματηρός, σε Ευρ.
καθ-αιμάσσω, μέλ. -ξω, καταματώνω, ραντίζω ή κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
καθ-αιμᾰτόω, = το προηγ., σε Ευρ., Αριστοφ.
κάθ-αιμος, -ον (αἷμα), καταματωμένος, αιματηρός, σε Ευρ.
καθαίρεσις, -εως, (καθαιρέω), ανατροπή, κατεδάφιση, σε Θουκ., Ξεν.· καταστροφή, σε Κ.Δ.
καθαιρετέος, , -ον, ρημ. επίθ. του καθαιρέω, αυτός που πρέπει να εξαλειφθεί, ακυρωθεί, καταριφθεί, σε Θουκ.
καθαιρέτης, -ου, , αυτός που καταλύει, καταρρίπτει, ανατρέπει, σε Θουκ.
καθαιρετός, , -όν, αυτός που μπορεί να κατακτηθεί ή να επιτευχθεί, σε Θουκ.
καθ-αιρέω, Ιων. κατ-· μέλ. -ήσω, μέλ. βʹ καθελῶ, αόρ. βʹ καθεῖλον, απαρ. καθελεῖνΠαθ., αόρ. αʹ καθῃρέθην, παρακ. -ῄρημαι· I. 1. κατεβάζω, καθείλομεν ἱστία, χαμηλώσαμε τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· κ. ἄχθος, κατεβάζω, διώχνω βάρος, φορτίο, δηλ. από τους ώμους κάποιου, σε Αριστοφ.Μέσ., καταιρεῖσθαι τὰ τόξα, αχρηστεύω το τόξο κάποιου, σε Ηρόδ. 2. κατεβάζω ή κλείνω τα μάτια νεκρού, σε Όμηρ. 3. λέγεται για μάγους, κατεβάζω απ' τον ουρανό, Λατ. caelo deducere, σελήνην, σε Αριστοφ., Πλάτ. 4. κατά με πέδον γᾶς ἕλοι (σε τμήση), μακάρι να ανοίξει η γη και να με καταπιεί, σε Ευρ. II. 1. καταλύω με τη βία, καταστρέφω, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· απλώς, σκοτώνω, σφαγιάζω, σε Ευρ. 2. με ηπιότερη σημασία, ελαττώνω, μειώνω, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· καταλύω, εκθρονίζω, σε Ηρόδ.· κ. τὸ λῃστικόν, εξαλείφω, εξαφανίζω ολοκληρωτικά, σε Θουκ. 3. κατεδαφίζω, καταστρέφω, γκρεμίζω, τὰς πόλεις, στον ίδ.· τῶν τειχῶν, μέρος των τειχών, σε Ξεν. 4. ακυρώνω, καταργώ, ανατρέπω, ανακαλώ, τὸ ψήφισμα, σε Θουκ. 5. ως Αττ. δικανικός όρος, καταδικάζω, σε Σοφ. 6. εξαθλιώνω, αποδυναμώνω, καταβάλλω, αδυνατίζω το σώμα, σε Πλούτ. III. υπερισχύω, καταλαμβάνω, κυριεύω, κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει (σε τμήση), σε Ομήρ. Οδ.· καθ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ, συλλαμβάνω κάποιον επ' αυτοφόρω πάνω στην εκτέλεση μιας τρέλας, ενός παραλογισμού, σε Σοφ.· με γεν. του μέρους, κ. τῶν ὤτων, πάνω από τα αυτιά, σε Θεόκρ. IV.λαμβάνω ως αμοιβή ή βραβείο, ως έπαθλο, καθαιρεῖν ἀγῶνα ή ἀγώνισμα, σε Πλούτ.· μεταφ., κατορθώνω, πετυχαίνω, σε Πίνδ.· ομοίως και σε Μέσ., φόνῳ καθαιρεῖσθ', οὐ λόγῳ τὰ πράγματα, σε Ευρ.· σε Παθ., σε Ηρόδ. V. σπανιότερα όπως το απλό αἱρέω, παίρνω και μεταφέρω, αρπάζω, στον ίδ.
κᾰθαίρω, μέλ. κᾰθᾰρῶ, αόρ. αʹ ἐκάθηραΜέσ., μέλ. καθαροῦμαι, αόρ. αʹ ἐκαθηράμηνΠαθ., αόρ. αʹ ἐκαθάρθην, παρακ. κεκάθαρμαι· (καθαρόςI. 1. λέγεται για εξαγνισμένο άνθρωπο ή πράγμα, εξαγνίζω ή καθαρίζω, θεραπεύω μολυσματική νόσο, καθαίρω, εξαγνίζω, καθήραντες χρόαὕδατι, σε Ομήρ. Οδ.· καθαρίζω, απαλλάσσω την χώρα από τέρατα και ληστές, σε Σοφ. 2. με θρησκευτική σημασία, απολυμαίνω, εξαγνίζω, (δέπας) ἐκάθηρε θεείῳ, το εξάγνισε καπνίζοντάς το με θειάφι, εκθέτοντάς το σε καπνούς, δηλ. αναθυμιάσεις θείου, σε Ομήρ. Ιλ.· καθ. τινὰ φόνου, τον εξαγνίζω από το φόνο, από την τέλεση ανθρωποκτονίας, σε Ηρόδ.· Δῆλον κ., στον ίδ.Μέσ., καθαίρομαι, εξαγνίζομαι, στον ίδ.· οἱ φιλοσοφίᾳ καθηράμενοι, σε Πλάτ.· ομοίως και σε Παθ., κεκαθαρμένος, στον ίδ. 3. κλαδεύω δέντρο, δηλ. το καθαρίζω από τα πλεονάζοντα, περιττά, άχρηστα κλαδιά, σε Κ.Δ. 4. μεταφ., = μαστιγόω, λαϊκιστί «τρίβω, ξυστρίζω, αποπλένω», σε Θεόκρ. II. λέγεται γι' αυτό που αφαιρείται μέσω του εξαγνισμού, αποβάλλω, αποπλένω, ξεπλένω ή απομακρύνω, αποδιώχνω, λύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥύπα, σε Ομήρ. Οδ.· φόνον, σε Αισχύλ. III. με διπλή αιτ., αἷμα κάθηρον Σαρπηδόνα, καθάρισαν τον Σαρπηδόνα από το αίμα, τον ξέπλυναν απ' αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.Παθ., φόνον καθαρθείς, σε Ηρόδ.
καθ-άλλομαι, μέλ. -ᾰλοῦμαι, αόρ. αʹ -ηλάμην· αποθ.· πηδώ κάτω, σε Ξεν.· μεταφ., λέγεται για την καταιγίδα, θύελλα, ενσκήπτω, πέφτω με ορμή, σε Ομήρ. Ιλ.
καθ-άπαν, επίρρ., καθόλου, εν γένει· ως ξεχωριστές λέξεις, καθ' ἅπαν.