Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [1881 - 1900]
-
κελευσμοσύνη, ἡ, Ιων. αντί κέλευσμα, σε Ηρόδ.
-
κελευστής, -οῦ, ὁ (κελεύω), κελευστής στο πλοίο, ο οποίος έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, σε Ευρ., Θουκ.
-
κελευστός, -ή, -όν (κελεύω), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.
-
κελευτιάω, θαμιστικό του κελεύω, όπως πνευστιάω από το πνέω, που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. κελευτιόωντε (δυϊκός), συνεχώς παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.
-
κελεύω, Επικ. παρατ. κέλευον, μέλ. -σω, Επικ. απαρ. -σέμεναι· αόρ. αʹ ἐκέλευσα, Επικ. κέλ-· παρακ. κεκέλευκα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκελεύσθην, παρακ. κεκέλευσμαι· (κέλομαι)· κινώ προς τα μπρος, παρακινώ, ωθώ, προτρέπω, ενθαρρύνω, προσκαλώ, παραγγέλλω, διατάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., διατάζω κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· (επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.)· με αιτ. προσ. και πράγμ., τί με ταῦτα κελεύεις (ενν. ποιεῖν)· επίσης με αιτ. προσ. μόνο, θυμός με κελεύει (ενν. φείδεσθαι), σε Ομήρ. Οδ.· ἐκέλευσε τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην, τους διέταξε (να κινηθούν) εναντίον του, τους πρόσταξε να τον συλλάβουν, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ. μόνο, εξουσιάζω ένα πράγμα, σε Αισχύλ.· Παθ., τὸ κελευόμενον, τὰ -να, διαταγές, προσταγές, σε Ξεν.
-
κελέων, ὁ, άχρηστ. ενικ. του κελέοντες, βλ. αυτ.
-
κέλης, -ητος, ὁ (κέλλω), I. ταχύς ίππος, άλογο ιππασίας, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. II. ταχύπλοο πλοιάριο με σειρά από κουπιά, ελαφρύ πλοιάριο, Λατ. celox, σε Ηρόδ., Θουκ.
-
κελήσομαι, μέλ. του κέλομαι.
-
κελητίζω, μέλ. -ίσω (κέλης), ιππεύω, επιβαίνω σε άλογο, λέγεται για κάποιον που ιππεύει ένα ή περισσότερα άλογα και αναπηδά από το ένα στο άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κελήτιον, τό, υποκορ. του κέλης II, σε Θουκ.
-
κέλλω, μέλ. κέλσω, αόρ. αʹ ἔκελσα· I. οδηγώ προς, νῆα κέλσαι, τραβώ πλοίο στην ξηρά, έρχομαι στην ακτή, Λατ. appellere, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., Ἄργει κ. πόδα, σε Ευρ. II. αμτβ., λέγεται για πλοία και ναύτες, έρχομαι στην ακτή, ελλιμενίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., πᾶ ποτε κέλσαντ', σε ποιο λιμάνι κατέφθασαν; σε Αισχύλ.· πᾶκέλσω; πού θα βρω ένα λιμάνι; σε Ευρ.
-
κέλομαι, Επικ. βʹ ενικ. κέλεαι· προστ. κελέσθω, -εσθε, ευκτ. -οίμην, απαρ. -εσθαι· Επικ. παρατ. κελόμην, Δωρ. βʹ ενικ. ἐκέλευ, Επικ. γʹ κέλετο· μέλ. κελήσομαι, αόρ. αʹ ἐκελήσατο, κελήσατο, σε Πίνδ.· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἐκέκλετο, κέκλετο· ευκτ. κεκλοίμην· μτχ. κεκλόμενος· I. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, διατάζω, σε Όμηρ.· συντάσσεται όπως το κελεύω. II. περίπου ίδιο με το καλέω, καλώ, φωνάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, φωνάζω για βοήθεια, σε Σοφ. 2. αποκαλώ, ονοματίζω, σε Πίνδ.
-
κελτιστί, επίρρ., στη γλώσσα των Κελτών, σε Λουκ.
-
Κελτοί, οἱ, οι Κέλτες, σε Ηρόδ., Ξεν.· απ' όπου, Κελτικός, -ή, -όν, Κελτικός, Γαλατικός, θηλ. Κελτίς, -ίδος, σε Ανθ.
-
κελύφᾰνον[ῡ], τό, κέλυφος, σε Λουκ.
-
κέλῡφος, -εος, τό, 1. θήκη, θηκάρι, φλοιός, περίβλημα, σε Αριστ.· βαθούλωμα του ματιού, σε Ανθ. 2. μεταφ., λέγεται για γηρασμένους δικαστές, ἀντωμοσιῶν κελύφη, σε Αριστοφ.· λέγεται για τη βάρκα γέρου ανθρώπου, η οποία λειτουργεί σαν και το φέρετρό του, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
-
κέλωρ, -ωρος, ὁ, γιος, σε Ευρ. (άγν. προέλ.).
-
κεμάς, -άδος, ἡ, μικρό, νέο ελάφι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης κεμμάς, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
-
κεν, πριν από φωνήεν αντί κε.
-
κεν-αγγής, -ές (κενός, ἄγγος), αυτός που αδειάζει αγγεία· αυτός που ενισχύει τον λιμό, σε Αισχύλ.