Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Θ"

Βρέθηκαν 824 λήμματα [781 - 800]
θύσθλα, -ων, τά (θύω Α), τα σύνεργα του Βάκχου, οι θυρσοί και οι δαυλοί των Βακχίδων, σε Ομήρ. Ιλ.
θῠσία, Ιων. -ίη, (θύω Α), I. 1. προσφορά ή τρόπος προσφοράς, σε Ηρόδ. 2. στον πληθ., θυσίες, προσφορές, ιερές τελετές, σε Βατραχομ., Ηρόδ., Αττ.· θυσίῃσι (Ιων. δοτ. πληθ.) ἱλάσκεσθαι τὸν θεόν, σε Ηρόδ.· θυσίας ἔρδειν, ἐπιτελέειν, ἀνάγειν, στον ίδ.· λέγεται για τους θεούς, θυσίαν δέχεσθαι, σε Αισχύλ. 3. γιορτή, κατά την οποία προσφέρονταν θυσίες, σε Πλάτ. II. το αντικείμενο ή η πράξη της θυσίας, σε Λουκ.
θῠσιάζω, μέλ. -σω, προσφέρω θυσία, σε Λυσ.
θῠσιαστήριον, τό, βωμός, θυσιαστήριο, σε Κ.Δ.
θύσῐμος, -ον (θύω Α), ο κατάλληλος προς θυσία, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
θυσσᾰνόεις, Επικ. αντί θυσανόεις.
θυστάς, -άδος, (θύω Α), θυσιαστικός, σε Αισχύλ., Σοφ.
θῠτεῖον, τό (θύω Α), τόπος θυσίας, μέρος για τέλεση θυσιών, σε Αισχίν.
θῠτέον, ρημ. επίθ. του θύω Α, αυτός που πρέπει να θυσιαστεί, σε Αριστοφ.
θῠτήρ, -ῆρος, (θύω Α), θυσιαστής, σφαγέας, σε Αισχύλ., Σοφ.
θῠτήριον, τό, = θῦμα, σε Ευρ.
θυτικός, , -όν (θύω Α), αυτός που ταιριάζει ή χαρακτηρίζει τη θυσία, σε Λουκ.
θύψαι, απαρ. αορ. αʹ του τύφω· θύψω, μέλ.
θύω (Α), Επικ. παρατ. θῦον· μέλ. θύσω [ῡ], Δωρ. θυσῶ, αόρ. αʹ ἔθῡσα, Επικ. θῦσα, παρακ. τέθῠκα· Μέσ., μέλ. θύσομαι, επίσης με Παθ. σημασία· αόρ. αʹ ἐθυσάμην· Παθ., αόρ. βʹ ἐτύθην [ῐ], παρακ. τέθῠμαι, χρησιμ. επίσης με Μέσ. σημασία· I. 1. Ενεργ., προσφέρω μέρος γεύματος στο θεό, σε Όμηρ. (ο οποίος χρησιμ. τη λέξη μόνο με τη σημασία της προσφοράς ή της καύσης, ποτε = σφάξαι, σφαγιάζω προς θυσία) θύω πέλανον, δεῖπνα, σε Αισχύλ.· κριθάς, πυρούς, σε Αριστοφ.· 2. θυσιάζω, μέσω της σφαγής θύματος, τῷ ἡλίῳ θύω ἵππους, σε Ηρόδ.· θύω αὑτοῦ παῖδα, σε Αισχύλ.· ἱερεῖα, σε Θουκ.· επίσης κοινώς, σφαγιάζω, σφάζω, φονεύεω, σκοτώνω, σε Ηρόδ.· Παθ., τὰ τεθυμένα, η σάρκα του θύματος, σε Ξεν. 3. απολ., θυσιάζω, προσφέρω θυσία, σε Ηρόδ., Αισχύλ., κ.λπ. 4. γιορτάζω με προσφορές ή θυσίες, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν. 5. με διπλή αιτ., εὐαγγέλια θύω ἑκατὸν βοῦς, θυσιάζω εκατό βόδια για να γιορτάσω τα χαρμόσυνα νέα, σε Αριστοφ. II. Μέσ., προκαλώ θυσία, σφαγιάζω θύμα, και επομένως εκλαμβάνω τους οιωνούς, σε Ηρόδ., Αισχύλ., κ.λπ.· σπάνια με απαρ., θύομαι ἰέναι, συμβουλεύομαι τους οιωνούς για να φύγω, για να ξέρω αν θα φύγω ή όχι, σε Ξεν.· επίσης, θύεσθαι ἐπ' ἐξόδῳ, στον ίδ.· μεταφ., σχίζω σε κομμάτια, κομματιάζω, ξεσχίζω, σε Αισχύλ.
θύω (Β), μέλ. -σω, όπως το θύνω, σπεύδω εμπρός, λέγεται για τον ορμητικό άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για φουσκωμένο ποτάμι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· δάπεδον αἵματι θῦεν, το έδαφος «έβραζε» από το αίμα, στον ίδ.· γενικά, μαίνομαι, οργίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
θυ-ώδης, -ες (θύος, ὄζω, πρβλ. εὐ-ώδης, δυσ-ώδης), αυτός που μυρίζει λιβάνι, ο εύοσμος, αυτός που έχει ένα όμορφο και γλυκό άρωμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
θύωμα, -ατος, τό (θυόω), αυτό το οποίο καίγεται σαν θυμίαμα· στον πληθ., μπαχαρικά, σε Ηρόδ.
θώ, , αποκοπτ. αντί θώραξ, σε Ανθ. Π.
θωή, Αττ. θωά, Ιων. θωϊήήθωιιή, (βλ. ἄθῳος), , ποινή, τιμωρία, σε Όμηρ. (πιθ. από το τί-θημι, επιβάλλω).
θωκέω, θῶκος, Ιων. και Δωρ. αντί θᾱκέω, θᾶκος.