Αποτελέσματα για: "Θ"
Βρέθηκαν 824 λήμματα [501 - 520]
-
θιγγάνω[ᾰ], μέλ. θίξομαι, αόρ. βʹ ἔθῐγον (επιτετ. από τη √ΘΙΓ, πρβλ. θιγεῖν, Λατ. te-tig-i)· I. 1. ακουμπώ, χειρίζομαι, αγγίζω, σε γεν., Τραγ. 2. πιάνω με το χέρι, κρατώ, τινός, σε Σοφ., κ.λπ.· θιγγάνω ὠλέναισιν τέκνου, αγκαλιάζω, σε Ευρ. 3. αγγίζω, επιχειρώ, λόγου γλώσσῃ θιγγάνω, σε Σοφ.· με εχθρική σημασία, επιτίθεμαι, θηρός, σε Ευρ. II. 1. μεταφ., λέγεται για τα συναισθήματα, ακουμπώ, συγκινώ, στον ίδ.· ψυχῆς, φρενῶν θιγγάνω, στον ίδ.· πολλὰ θιγγάνει πρὸς ἦπαρ, αγγίζουν την καρδιά, σε Αισχύλ. 2. κερδίζω, καταφθάνω, επιτυγχάνω, τινός, σε Πίνδ., κ.λπ.· ο Πίνδ. τη χρησιμοποιεί με αυτή τη σημασία, όπως κάνει με το ψαύω, με δοτ.
-
θῐγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του θιγγάνω.
-
θίξομαι, μέλ. του θιγγάνω.
-
θίς[ῑ], θῑνός, ὁ και ἡ, 1. σωρός, στοίβα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· στον πληθ., λέγεται για αμμώδεις σωρούς, αμμώδεις ακτές, σε Ηρόδ., κ.λπ. 2. παραλία, ακτή, όχθη, παρὰ θῖνα θαλάσσης, σε Ομήρ. Ιλ.· παρὰ θῖν' ἁλός, στο ίδ.· ομοίως, ἐπὶ θινί, σε Ομήρ. Οδ. 3. άμμος ή λάσπη στον πυθμένα της θάλασσας, οἶδμα κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα, σε Σοφ.· μεταφ., τὸν θῖνά μου ταράττεις, ταράζεις τα μύχια της καρδιάς μου, σε Αριστοφ.
-
θλάσσε, Επικ. αντί ἔθλᾰσε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του θλάω.
-
θλάω, απαρ. θλᾶν, μέλ. θλάσω, αόρ. αʹ ἔθλᾰσα, Επικ. θλάσσα· Παθ., παρακ. τέθλασμαι· σπάζω, συντρίβω, τσακίζω, σε Όμηρ.
-
θλίβω[ῑ], μέλ. θλίψω, αόρ. αʹ ἔθλιψα· Παθ., παρακ. τέθλιμμαι· I. συμπιέζω, συνθλίβω, τσιμπώ, σε Αριστοφ., Δημ.· Παθ., λέγεται για άνθρωπο βαριά φορτωμένο, ὡς θλίβομαι!, σε Αριστοφ.· Μέσ., πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται ὤμους, θα τρίψει τους ώμους του σε πολλές παραστάδες πορτών, λέγεται για το ζητιάνο, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. πιέζω, στεναχωρώ, ενοχλώ, σε Πλάτ.· Παθ., συμπιέζομαι, θλιβομένα καλύβα, μικρή, στενή καλύβα, σε Θεόκρ.· ὁδὸς τεθλιμμένη, στενή οδός, σε Κ.Δ. 2. μεταφ., καταπιέζω, θλίβω, προκαλώ λύπη, σε Αριστ.
-
θνᾴσκω, Δωρ. αντί θνῄσκω· -θνατός αντί θνητός.
-
θνῄσκω, Δωρ. θνᾴσκω, μέλ. θᾰνοῦμαι, Επικ. απαρ. -έεσθαι, αόρ. βʹ ἔθᾰνον, Επικ. και Ιων. θανέειν, απαρ. επίσης θανέμεν· παρακ. τέθνηκα, με συγκοπτ. τύπους γʹ δυϊκ. τέθνᾰτον, αʹ πληθ. τέθνᾰμεν, γʹ πληθ. τεθνᾱσι· γʹ πληθ. υπερσ. ἐτέθνᾰσαν, προστ. τέθνᾰθι, τεθνάτω, ευκτ. τεθναίην, απαρ. τεθνάναι [ᾰ], Επικ. τεθνάμεναι, -άμεν, μτχ. τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεός, Επικ. τεθνηώς ή -ειώς, -υῖα, γεν. τεθνηῶτος και τεθνηότος· από το τέθνηκα προέκυψαν οι Αττ. τύποι μέλ. τεθνήξω, τεθνήξομαι (η √ΘΑΝ βρίσκεται στον αόρ. βʹ θανεῖν, κ.λπ.)· I. 1. στον ενεστ. και παρατ., πεθαίνω, αποθνήσκω, στον αόρ. βʹ και παρακ., έχω πεθάνει, είμαι πεθαμένος, σε Όμηρ., κ.λπ.· ο ενεστ. μερικές φορές εκλαμβάνει σημασία παρακ., θνῄσκουσι γάρ, αντί τεθνήκασι, σε Σοφ., Ευρ. 2. συχνά χρησιμ. ως Παθ. ρήμα, χερσὶν ὑπ' Αἴαντος θανέειν, πεθαίνει από το χέρι του, σφάζεται από αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· σημαντική η φράση του Δημ., τεθνάναι τῷ δέει, τεθνάναι τῷ φόβῳ, όπου το τεθνάναι τῷ δέει πρέπει να θεωρηθεί ως μεμονωμένο ρήμα, βρίσκονται σε φόβο θανάτου. II. μεταφ., λέγεται για πράγματα, καταστρέφομαι, χάνομαι, σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.
-
θνητο-γενής, Δωρ. -θνᾶτ-, -ές (γίγνομαι), αυτός που κατάγεται από θνητή γενιά, που ανήκει στους ανθρώπους, σε Σοφ., Ευρ.
-
θνητο-ειδής, -ές (εἶδος), αυτός που έχει ανθρώπινη, θνητή φύση, σε Πλάτ.
-
θνητός, -ή, -όν και -ός, -όν, Δωρ. θνατός (θνῄσκω)· επιρρεπής στο θάνατο, θνητός άνθρωπος, σε Όμηρ., κ.λπ.· 1. ως ουσ., θνητοί, οι άνθρωποι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. 2. λέγεται για πράγματα, αυτό που ταιριάζει, προσιδιάζει στους ανθρώπους, ανθρώπινος, σε Πίνδ., Ευρ., κ.λπ.
-
θοάζω (θοός), μόνο στον ενεστ., μτβ., I. 1. κινούμαι γρήγορα, τσακίζω αστραπιαία, πτέρυγας, σε Ευρ.· τίς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;, ποιο καθήκον είναι αυτό που σε παρακινεί;, στον ίδ.· θοάζω πόνον, τον επισπεύδω, στον ίδ.· θοάζω σῖτα, κατάπινε το φαγητό γρήγορα, στον ίδ. 2. αμτβ., κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι, επισπεύδω, επιταχύνω, στον ίδ. II. = θάσσω, κάθομαι, τίνας ποθ' ἕδρας θοάζετε; για ποιο λόγο κάθεστε σε ικετευτική στάση; σε Σοφ.
-
θοἰμάτιον, θοἰματίδιον, κράση αντί τὸ ἱμάτ-.
-
θοίνα, ἡ, Δωρ. αντί θοίνη.
-
θοινάζω, = θοινάω, σε Ξεν.
-
θοίνᾱμα, -ατος, τό (θοινάω), γεύμα, συμπόσιο, σε Ευρ.
-
θοινᾱτήρ, -ῆρος, ὁ (θοινάω), ο άρχοντας του συμποσίου, σε Αισχύλ.
-
θοινᾱτήριον, τό, = θοίνη, σε Ευρ.
-
θοινᾱτικός, -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε συμπόσιο, σε Ξεν.