Αποτελέσματα για: "Η"
Βρέθηκαν 594 λήμματα [301 - 320]
-
ἡμίκυκλον, τό (κύκλος), ημικύκλιο, το μπροστινό μέρος των καθισμάτων στο θέατρο, σε Πλούτ.
-
ἡμί-λευκος, -ον, λευκός κατά το ήμισυ, σε Λουκ.
-
ἡμι-μᾰνής, -ές (μαίνομαι), μισότρελος, σε Αισχίν., Λουκ.
-
ἡμι-μάραντος, -ον (μαραίνω), μισομαραμένος, σε Λουκ.
-
ἡμι-μέδιμνον, τό, μισός μέδιμνος, σε Δημ.
-
ἡμι-μεθής, -ές (μέθη), μισομεθυσμένος, σε Ανθ.
-
ἡμι-μναῖον, τό, μισή μνα, σε Ξεν. κ.λπ.
-
ἡμι-μόχθηρος, -ον, μισόκακος, ο κατά το ήμισυ μοχθηρός, σε Πλάτ.
-
ἡμί-ξηρος, -ον, ο κατά το ήμισυ ξηρός, σε Ανθ.
-
ἡμι-όλιος, -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, -ον (ὅλος), I. αυτός που περιέχει το ολόκληρο και άλλο μισό από αυτό, Λατ. sesquialter, σε Πλάτ.· με γεν., τὰς περόνας ἡμιολίας... τοῦ τότε κατεστεῶτος μέτρου, μεγαλύτερες κατά το μισό του ολόκληρου, σε Ηρόδ., Ξεν. II. ἡμιολία ναῦς, πλοίο με μία ολόκληρη και άλλη μισή σειρά από κουπιά, σε Θεόφρ.
-
ἡμιόνειος, -α, -ον (ἡμίονος), αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο μουλάρι· ἅμαξα ἡμιόνειος, άμαξα την οποία τραβούν μουλάρια, σε Όμηρ.
-
ἡμιονικός, -ή, -όν = ἡμιόνειος, σε Ξεν.
-
ἡμί-ονος, ὁ, ἡ, I. 1. γαϊδούρι κατά το ήμισυ, μισό γαϊδούρι δηλ. μουλάρι, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι, δηλ. ποτέ, σε Ηρόδ. 2. το ἡμίονος ἀγροτέρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Β. 851 είναι πιθανόν το αγριο-μούλαρο. II. ως επίθ., βρέφος ἡμίονον, το νεογνό της φοράδας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡμίονος βασιλεύς, ένα βασιλικό μουλάρι, μισό Μηδικό μισό Περσικό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
-
ἡμί-οπτος, -ον, μισοψημένος, σε Λουκ.
-
ἡμι-πέλεκκον (διπλό κ, χάριν του μέτρου), τό (πέλεκυς), μισό τσεκούρι, μισός πέλεκυς, δηλ. το τσεκούρι που έχει μία κόψη, ο μονόστομος πέλεκυς, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἡμί-πεπτος, -ον (πέσσω), μισομαγειρεμένος, μισοψημένος, σε Πλούτ.
-
ἡμί-πλεθρον, τό, μισό πλέθρο, σε Ηρόδ., Ξεν.
-
ἡμι-πλίνθιον, τό (πλίνθος), μισή πλίνθος, το ένα τούβλο δύο από τα οποία σχημάτιζαν μία πλίνθο, σε Ηρόδ.
-
ἡμί-πνοος, -ον (πνέω), μισοπεθαμένος, αυτός που πνέει, ζει με μισή αναπνοή, σε Βατραχομ.
-
ἡμι-πόνηρος, -ον, μισόκακος, πονηρός κατά το ήμισυ, σε Αριστ.