Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Η"

Βρέθηκαν 594 λήμματα [201 - 220]
ἠλῐθιόω, μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον ηλίθιο, διαταράσσω νοητικά, τρελαίνω κάποιον, σε Αισχύλ.
ἡλῐκία, Ιων. -ίη, Δωρ. ἁλικία, (ἧλιξ), I. 1. ο χρόνος της ζωής, η ηλικία, Λατ. aetas, σε Ομήρ. Ιλ.· η αιτ. χρησιμ. απόλ., σε ηλικία, κατά την ηλικία, νέοςἡλικίην, σε Ηρόδ.· ομοίως στη δοτ., ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὢν νέος, σε Θουκ.· πόρρω τῆς ἡλικίας ὢν, προχωρημένος σε ηλικία, σε Πλάτ. 2. συνήθως, όπως το ἥβη, το άνθος ή η ακμή της ηλικίας, από τα 17 έως τα 45 έτη, η ανδρική ηλικία· ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ, σε Πίνδ.· ἐν ἁλικίᾳ εἶναι, βρίσκομαι σε ηλικία, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡλικίαν ἐλθεῖν, στον ίδ.· ἡλικίαν ἔχειν, με απαρέμφ., είμαι στην κατάλληλη ηλικία για να κάνω κάτι, σε Ηρόδ.· οἱ ἐν ἡλικίᾳ, άνδρες σε στρατεύσιμη ηλικία, σε Θουκ. 3. η νεανική ορμή, το νεανικό πάθος· ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν, σε Ηρόδ. II. ως ταυτόσημο του περιληπτικού ουσιαστικού οἱ ἥλικες, αυτοί που βρίσκονται στην ίδια ηλικία, ομήλικοι, συνομήλικοι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. III. 1. χρόνος, εποχή· ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον, κατά τους χρόνους του Λαΐου, σε Ηρόδ. 2. γενιά, χρονική περίοδος, Λατ. saeculum, σε Δημ. κ.λπ. IV.λέγεται για το σώμα, ανάστημα, μέγεθος, ως ένδειξη ηλικίας, σε Ηρόδ., Πλάτ.
ἡλῐκιώτης, -ου, , αυτός που βρίσκεται στην ίδια ηλικία, ομήλικος, συνομήλικος, Λατ. aequalis, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· θηλ. ἡλικιῶτις, -ιδος, σε Λουκ.· ἡλικιῶτις ἱστορία, η σύγχρονη ιστορία, σε Πλούτ.
ἡλίκος[ῐ], , -ον, 1. τόσο μεγάλος όσος, οπόσος, Λατ. quantus, σε Αριστοφ., Δημ. 2. λέγεται για την ηλικία, τόσο μεγάλος, τόσο ηλικιωμένος, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. σε εκφράσεις θαυμασμού, θαυμάσια ἡλίκα, κατά θαυμαστό, απίθανο, έκτακτο τρόπο, μεγάλα, όπως στο Λατ. mirum quantum, σε Δημ.
ἧλιξ, Δωρ. ἇλιξ, -ῐκος, , , 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια ηλικία, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· με γεν., στην ίδια ηλικία με..., σε Αισχύλ. 2. ως ουσ., ομήλικος, συνομήλικος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
ἡλιό-βλητος, -ον, = ἡλιόβολος, ηλιοκαμμένος, αποξηραμένος από τον ήλιο, σε Ευρ.
ἡλιο-ειδής, -ές (εἶδος), όμοιος με τον ήλιο, λαμπρός και ακτινοβόλος, σε Πλάτ.
ἡλιό-καυστος, -ον (καίω), = ἡλιοκαής, ηλιοκαμένος, σε Θεόκρ.
ἡλιο-μᾰνής, -ές (μαίνομαι), αυτός που λατρεύει με μανία τον ήλιο, σε Αριστοφ.
ἡλιόομαι, Παθ., ζω εκτεθειμένος στον ήλιο, σε Πλάτ.· τὸ ἡλιούμενον, ηλιόλουστη περιοχή, μέρος ευήλιο, σε Ξεν.
ἥλιος, , Δωρ. ἅλιος, Επικ. ἠέλιος, Δωρ. ἀέλιος, I. 1. ο ήλιος, Λατ. sol, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, είμαι ζωντανός, ζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ο ήλιος παρέσχε τον αρχαιότατο τρόπο προσδιορισμού των σημείων του ορίζοντα· πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, προς ανατολάς, αντίθ. προς το πρὸς ζόφον, σε Όμηρ.· πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, αντίθ. προς το πρὸς ἑσπέρην, σε Ηρόδ. 2. ημέρα, όπως το Λατ. sol, σε Πίνδ., Ευρ.· στον πληθ., θερμές ηλιόλουστες ημέρες, όπως το Λατ. soles, σε Θουκ. II. ως κύριο όνομα, Ἥλιος, ο θεός Ήλιος, σε Όμηρ.· στους μεταγεν. ποιητές, ο Απόλλωνας, σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἡλιο-στερής, -ές (στερέω), αυτός που αποστερεί τον ήλιο, που προστατεύει από τον ήλιο, δηλ. αυτός που σκιάζει, επίθ. του θεσσαλικού καπέλου, σε Σοφ.
ἡλιο-στῐβής, -ές (στείβω), αυτός τον οποίο διαπερνά και φωτίζει ο ήλιος, σε Αισχύλ.
ἡλιόω, χρησιμ. μόνο στην Παθ. και στον τύπο ἡλιόομαι, βλ. ανωτ.
ἠλῐτο-εργός, -όν (ἤλιτον, ἔργον), αυτός που αποτυγχάνει στην επίτευξη του έργου του, αυτός που δεν κατορθώνει το στόχο του, σε Ανθ.
ἠλῐτό-μηνος, -ον (ἤλιτον, μήν), αυτός που χάνει το σωστό μήνα, δηλ. ο γεννημένος πρόωρα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἤλῐτον, αόρ. βʹ του ἀλιταίνω.
ἡλιώτης, -ου, , θηλ. -ιῶτις, -ιδος (ἥλιος), αυτός που ανήκει στον ήλιο, Επικ. ἠελιῶτις αἴγλη, σε Ανθ.· οἱ ἡλιῶται, οι κάτοικοι του Ήλιου, σε Λουκ.
ἥλκησα, αόρ. αʹ του ἑλκέω.
ἥλκωσα, αόρ. αʹ. του ἑλκόω.