
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ε"
- εἰκοσ-ώρυγος, -ον (ὀργυία), αυτός που αποτελείται από είκοσι οργυιές, σε Ξεν.
- εἰκότως, επίρρ. του εἰκώς, μτχ. Αττ. παρακ. του ἔοικα, κατά πάσα πιθανότητα, καταλλήλως, δικαίως, εύλογα, φυσικά, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰκότως ἔχει, είναι λογικό, σε Ευρ.· οὐκ εἰκότως, παράλογα, σε Θουκ.
- ἔϊκτον, ἐΐκτην, γʹ δυϊκ. παρακ. και παρατ. του ἔοικα· — ἔϊκτο, γʹ ενικ. υπερσ.
- *εἴκω, μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με, βλ. ἔοικα.
- εἴκω (√ϜΙΚ, πρβλ. Λατ. vi-to αντί vic-to) μέλ. εἴξω, αόρ. αʹ εἶξα, Ιων. γʹ ενικ. εἴξασκε· πρβλ. εἰκαθεῖν· I. 1. ενδίδω, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με δοτ. προσ. και γεν. τόπου, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις, μην υποχωρείτε από τη μάχη για την υπεράσπισή τους, στο ίδ.· εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, Λατ. concedere alicui de via, σε Ηρόδ. 3. με δοτ. προσ. μόνο, ενδίδω σε, υποχωρώ σε, είτε στη μάχη, είτε ως ένδειξη τιμής, σε Όμηρ.· έπειτα, ενδίδω σε οποιοδήποτε πάθος ή ορμή, ᾧ θυμῷ εἴξας, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰδοῖ, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για περιστάσεις, πενίῃεἴκων, στο ίδ.· κακοῖς, ἀνάγκῃ, σε Αισχύλ. 4. εἴκειν τινί τι, όπου η αιτ. είναι επιρρηματική, μένος οὐδένι εἴκων, δεν υποκύπτει σε κανέναν που έχει εξουσία, σε Όμηρ.· με σύστ. αντ., εἴξαντας ἃ δεῖ, υποχωρώντας σε..., σε Σοφ. II. μτβ., παραδίδω, αφήνω, εἶξαί τέ οἱ ἥνια, βάζω στο άλογο τα ηνία, σε Ομήρ. Ιλ.· παραχωρώ, επιτρέπω, Λατ. concedere, ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμῖν εἴκῃ, σε Σοφ. III. απρόσ., όπως το παρείκει, αυτό επιτρέπεται ή είναι δυνατό, σε Ομήρ. Ιλ.
- εἰκών, ἡ, γεν. -όνος, αιτ. -όνα κ.λπ.· ποιητ. και Ιων. τύποι (όπως αν προερχόταν από το εἰκώ), γεν. εἰκοῦς, αιτ. εἰκώ, πληθ. εἰκούς (*εἴκω, ἔοικα)· I. 1. ομοίωμα, εικόνα, προσωπογραφία, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. είδωλο σε καθρέφτη, σε Ευρ., Πλάτ. II. φαινόμενο, φάντασμα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· εικόνα στο μυαλό, στον ίδ. III. ομοιότητα, similé, σε Αριστοφ., Πλάτ.
- εἰκώς, μτχ. του ἔοικα· πρβλ. εἰκός, εἰκότως.
- εἰλᾰδόν, επίρρ. (εἴλη) = ἰληδόν, σε Ηρόδ.
- εἰλᾰπῐνάζω, μόνο σε ενεστ., γλεντώ, διασκεδάζω με μεγάλη συντροφιά, σε Ομήρ. Οδ.
- εἰλᾰπῐναστής, -οῦ, ὁ, συνδαιτημόνας, προσκεκλημένος, ευχάριστος ομοτράπεζος, σε Ομήρ. Ιλ.
- εἰλᾰπίνη[ῐ], ἡ, συμπόσιο ή μεγάλο γεύμα, που πραγματοποιείται από έναν οικοδεσπότη, αντίθ. προς το ἔρανος (βλ. αυτ.), σε Όμηρ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
- εἶλαρ, τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. (εἴλω), σκεπή, καταφύγιο, ασφάλεια, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν, καταφύγιο για πλοίο και πλήρωμα, σε Ομήρ. Ιλ.· εἶλαρκύματος, φράγμα εναντίον των κυμάτων, κυματοθραύστης, σε Ομήρ. Οδ.
- εἰλ-άρχης, -ου, ὁ (εἴλη, ἄρχω), αυτός που είναι αρχηγός ίλης ιππικού, ιδίως στις Θήβες, σε Πλούτ.
- εἰλάτινος, Επικ. αντί ἐλάτινος.
- εἴλεγμαι αντί λέλεγμαι, Παθ. παρακ. του λέγω.
- Εἰλείθυια, ἡ, Ειλείθυια, η θεά που έρχεται προς βοήθεια των γυναικών στον τοκετό, στη γέννα, Λατ. Lucina, σε Ομήρ. Ιλ.· Εἰλήθυια, σε Θεόκρ. (ένας ημί-μτχ. τύπος, όπως αν ήταν ἐληλυθυῖα, αυτή που έχει ήδη έρθει).
- εἰλεός, ὁ (εἰλέω), κρύπτη, φωλιά άγριου ζώου, τρύπα, σε Θεόκρ.
- εἱλεῦντο, Ιων. αντί εἱλοῦντο, γʹ πληθ. Παθ. παρατ. του εἱλέω.
- εἰλέω, Αττ. εἱλέω, επιτετ. τύπος του εἴλω.
- εἴλη, ἡ, = ἴλη, σε Ηρόδ.· κατ' εἴλας, σε στρατεύματα, στον ίδ.