Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [4741 - 4760]
ἐριώλη, , ανεμοστρόβιλος, χαρακτηρισμός που αποδιδόταν στον Κλέωνα από τον Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.)· η προέλ. στον Αριστοφ., από το ἔριον ὀλλύναι, δηλ. καταστροφή μαλλιού, είναι απλώς λογοπαίγνιο.
ἑρκεῖος, -ον ή , -ον, 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο ἕρκος ή στο προαύλιο, στον περίβολο, Ζεὺς Ἑρκεῖος, ο προστάτης του σπιτιού, του οίκου, επειδή το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο ἕρκον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. πύλαι, θύρα ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος στέγη, η ίδια η αυλή, σε Σοφ.
ἑρκίον, τό (ἕρκος), περίφραξη, περίβολος, αυλόγυρος, σε Όμηρ.
ἕρκος, -εος, τό (ἔργω, εἵργω),· 1. φράχτης, τείχος, μαντρότοιχος, περίφραξη, σε Όμηρ.· ιδίως, αυλόγυρος των σπιτιών, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, μέρος περιφραγμένο, αυλή, σε Όμηρ.· Κίσσινον ἕρκος, δηλ. τα Σούσα, σε Αισχύλ.· γαίας ἕρκος, περιτειχισμένη πόλη, σε Ευρ.· ἕρκος ἱερόν, δηλ. βωμός, σε Σοφ.· ἕρκος ὀδόντων, το «δαχτυλίδι» ή το τείχος που σχηματίζουν τα δόντια γύρω από τα ούλα, δηλ. τα ίδια τα δόντια, σε Όμηρ.· σφραγῖδος ἕρκος, δηλ. σφραγίδα, σε Σοφ. 2. μεταφ., οποιοσδήποτε φραγμός ή μέσο υπεράσπισης, ἕρκος ἀκόντων, λέγεται για ασπίδα, που χρησιμεύει ως μέσο άμυνας εναντίον των ακοντίων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕρκος βελέων, στον ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, ἕρκος Ἀχαιῶν, λέγεται για τον Αίαντα, ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πολέμοιο, λέγεται για τον Αχιλλέα, στον ίδ. 3. δίχτυ, ξώβεργα, παγίδα για πουλιά, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως στον πληθ., σε Αριστοφ.· μεταφ., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν, σε Αισχύλ.
ἑρκ-οῦρος, -ον, φύλακας του περίβολου, σε Ανθ.
ἑρκτή, , Ιων. αντί εἱρκτή.
ἕρμα, -ατος, τό, I. έρεισμα, υποστήριγμα, που τοποθετούσαν τα πλοία, όταν τα έσερναν στην ξηρά, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για τους άνδρες, ἕρμα πόληος, στήριγμα για την πόλη, Λατ. columen, σε Όμηρ.· μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων, λέγεται για αιχμηρό βέλος, η πηγή, δηλ. η αιτία των συμφορών, σε Ομήρ. Ιλ. II. βυθισμένος βράχος, σκόπελος, πάνω στον οποίο μπορεί να προσκρούσει, να προσαράξει ένα καράβι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. III. ύψωμα, λοφίσκος, σωρός χώματος ή λίθων, σε Σοφ. IV.αυτό που κρατά σταθερό το πλοίο, σαβούρα, έρμα, σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.).
ἕρμα, -ατος, τό (εἴρω Α) στον πληθ., ἔρματα, σκουλαρίκια, σε Όμηρ.
ἑρμ-ᾰγέλη, , αγέλη του Ερμή, νεκροί, σε Ανθ.
ἕρμαιον, τό, θεόσταλτο δώρο, απροσδόκητη τύχη, θεόπεμπτο αγαθό, το οποίο θεωρείτο δώρο του θεού Ερμή, σε Σοφ., Πλάτ.· Ἕρμαια (ενν. ἱερά), τά, γιορτή προς τιμή του Ερμή, σε Αισχίν.
Ἑρμαῖος, , -ον, 1. αυτός που παίρνει το όνομά του από το όνομα του Ερμή, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. 2. αυτός που χαρακτηρίζει ή προέρχεται από τον Ερμή, επικερδής, προσοδοφόρος, στον ίδ.
Ἑρμ-αφρόδῑτος, , ο Ερμαφρόδιτος, πρόσωπο που είχε ιδιότητες και των δύο φύλων, αρσενικοθήλυκος· το όνομά του το πήρε από τον Ερμαφρόδιτο, γιο του Ερμή και της Αφροδίτης, σε Λουκ.
Ἑρμέας, Επικ. αντί Ἑρμῆς· επίσης Ἑρμείας, -αο.
Ἑρμήδιον, = Ἑρμίδιον, σε Λουκ.
ἑρμηνεία, (ἑρμηνεύω), μετάφραση, επεξήγηση, αποσαφήνιση, σε Πλάτ., Ξεν.
ἑρμήνευμα, -ατος, τό (ἑρμηνεύω),· I. εξήγηση, ερμηνεία, σε Ευρ. II. σύμβολο, μνημείο, στον ίδ.
ἑρμηνεύς, -έως, (Ἑρμῆς, ο αγελλιαφόρος των θεών)· I. εξηγητής, διερμηνέας, μεταφραστής, ιδίως, λέγεται για ξένες γλώσσες, ερμηνευτής για ταξιδιώτες στην Εγγύς Ανατολή, σε Ηρόδ., Ξεν. II. εξηγητής, ερμηνευτής, σε Αισχύλ.
ἑρμηνευτικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή είναι αρμόδιος προς ερμηνεία, εξηγητικός, διερμηνευτικός, σε Λουκ.
ἑρμηνεύω, μέλ. -σω (ἑρμηνεύςI. μεταφράζω ξένες γλώσσες, σε Ξεν. II. 1. εξηγώ με λέξεις, εκφράζω, σε Θουκ. κ.λπ. 2. εξηγώ, αναπτύσσω, σε Σοφ., Πλάτ.
Ἑρμῆς, -οῦ, , αιτ. Ἑρμῆν, δοτ. Ἑρμῇ, κλητ. Ἑρμῆ· Επικ. γεν. Ἑρμέω, Ἑρμείω· ο Ερμής, Λατ. Mercurius, γιος της Μαίας και του Δία· αγγελιαφόρος των θεών (διάκτορος)· αυτός που δίνει καλή τύχη, χαρίζει ευτυχία (ἐριούνιος, ἀκάκητα)· θεός όλων των απόκρυφων πράξεων, πανουργίας και τεχνασμάτων (δόλιος)· αυτός που κρατά χρυσή ράβδο (χρυσόρραπις)· οδηγός των ψυχών των νεκρών (ψυχοπομπός, πομπαῖος)· προστάτης όλων των τεχνών, του εμπορίου, των αγορών, των οδών (ἀγοραῖος, ἐμπολαῖος, ὅδιος, ἐνόδιος), και των κηρύκων. Η προτομή του, η οποία στηριζόταν πάνω σε τετράγωνη στήλη, χρησίμευε στην επισήμανση των συνόρων· παροιμ., κοινὸς Ἑρμῆς, αμοιβαίες διεκδικήσεις σε κοινή τύχη, μισά-μισά σε περίπτωση ευρήματος, σε Θεόφρ.· πρβλ. ἕρμαιον.