Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [321 - 340]
ἔδοξα, αόρ. αʹ του δοκέω.
ἕδος, -εος, τό (ἕζομαιI. μέρος που μπορεί να καθίσει κάποιος. 1. έδρα, θρόνος, κάθισμα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κατοικία, διαμονή, σε Όμηρ. κ.λπ.· ναός, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. 3. θεμέλιο, θέση, βάθρο, σε Ησίοδ., Ανθ. II. η πράξη του καθίσματος, οὐχ ἕδος ἐστί, δεν είναι καιρός για να καθίσει κάποιος ακίνητος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἑδοῦμαι, μέλ. του ἕζομαι.
ἕδρα, Επικ. και Ιων. ἕδρη, , (ἕδος), I. μέρος που κάθεται κάποιος· 1. έδρα, θρόνος, κάθισμα, σε Όμηρ.· τιμητική θέση, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. 2. οικητήριο θεών, ιερό, ναός, σε Πίνδ., Τραγ. 3. το μέρος ή ο τόπος κάθε πράγματος, σε Ηρόδ.· ἐξ ἕδρας, έξω από τη σωστή του θέση, σε Ευρ.· θεμέλιο, βάση, σε Πλούτ. 4. ἡ ἕδρα τοῦ ἵππου, η πλάτη του αλόγου, πάνω στη οποία κάθεται ο αναβάτης, αυτός που το ιππεύει, σε Ξεν. 5. ἕδραι, τα σημεία του ορίζοντα στα οποία εμφανίζονται οι οιωνοί, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. η κίνηση καθίσματος κάποιου, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για στάση, γονυπετεῖς ἕδραι, γονάτισμα, σε Ευρ. 2. απραξία, αδράνεια, χρονοτριβή, καθυστέρηση, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐχ ἕδρας ἀκμή, δεν είναι εποχή για να αδρανήσει κάποιος, σε Σοφ. 3. συνεδρίαση κάποιου συμβουλίου, στον ίδ. III. οπίσθια, πρωκτός, γλουτοί, σε Ηρόδ.
ἑδράζω, μέλ. -άσω, κάνω κάτι να καθίσει, τοποθετώ, σε Ανθ.
ἔδρᾰθον, ποιητ. αντί ἔδαρθον, αόρ. βʹ του δαρθάνω.
ἑδραῖος, , -ον και -ος, -ον (ἕδρα), I. 1. καθιστός, καθήμενος, σε Ξεν., Πλάτ. 2. ἑδραία ῥάχις, η ράχη του αλόγου πάνω στην οποία καθεται ο αναβάτης, σε Ευρ. II. αυτός που κάθεται ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός, στον ίδ., Πλάτ.
ἑδραίωμα, -ατος, τό, θεμέλιο, βάση, σε Κ.Δ.
ἔδρᾰκον, αόρ. βʹ του δέρκομαι.
ἔδρᾰμον, αόρ. βʹ του τρέχω.
ἔδρᾱν, αόρ. βʹ του διδράσκω· ἔδρᾰν, γʹ πληθ.
ἕδρᾰνον, τό, ποιητ. τύπος του ἕδρα· I. κάθισμα, διαμονή, σε Αισχύλ., Σοφ. II. στήριγμα, ἔρεισμα, (λέγεται για άγκυρα), σε Ανθ.
ἕδρη, , Επικ. και Ιων. αντί ἕδρα.
ἔδρησα, Ιων. αντί ἔδρᾱσα, αόρ. αʹ του δράω.
ἑδριάω, I. καθίζω ή τοποθετώ — Παθ., κάθομαι, σε Επικ. τύπους γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ., ἑδριόωνται, ἑδριόωντο, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απαρ., ἑδριάασθαι, στον ίδ. II. αμτβ. στην Ενεργ., κάθομαι, σε Θεόκρ.
ἑδρο-στρόφος, (ἕδρα, στρέφω), παλαιστής που ρίχνει κάτω τον αντίπαλό του με παλαιστικό κόλπο (τρικλοποδιά), σε Θεόκρ.
ἔδῡν, αόρ. βʹ του δύω· επίσης, Επικ. γʹ πληθ. του ἔδυσαν.
ἐδυνέατο, Ιων. αντί ἐδύναντο, γʹ πληθ. παρατ. του δύναμαι.
ἔδω, αρχαίος Επικ. ενεστ. αντί Αττ. ἐσθίω, Επικ. απαρ. ἔδμεναι, παρατ. ἔδον, Ιων. γʹ ενικ. ἔδεσκε, μέλ. ἔδομαι, μτχ. παρακ. ἐδηδώςΠαθ. παρακ. ἐδήδοται· I. τρώω, σε Όμηρ.· λέγεται για θηρία, τρώω, καταβροχθίζω, στον ίδ.· λέγεται για σκουλήκια, μασουλώ, τραγανίζω, στον ίδ. II. κατατρώω, καταβροχθίζω, καταναλώνω, βίοτον, κτήματα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες, στον ίδ.
ἐδωδή, , 1. τροφή, φαγητό, τρόφιμα, σε Όμηρ., Πλάτ. 2. σανό για βόδια, σε Ομήρ. Ιλ. 3. δόλωμα για ψάρια, σε Θεόκρ.