Αποτελέσματα για: "Ε"
Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [1761 - 1780]
-
ἐμμί, Αιολ. αντί εἰμί (sum).
-
ἐμ-μίγνῠμαι (ἐν), I. Παθ., αναμειγνύομαι ή ανακατεύομαι μέσα σε, σε Αισχύλ. II. αμτβ. στην Ενεργ., συναντώ, σμίγω, με δοτ., σε Σοφ.
-
ἔμ-μισθος, -ον (ἐν), αυτός που πληρώνεται, που παίρνει μισθό, μισθωτός, σε Θουκ.
-
ἐμμονή, ἡ (ἐμμένω), επιμονή, σταθερότητα, τινος, σε Πλάτ.
-
ἔμμονος, -ον (ἐμμένω), αυτός που επιμένει σταθερά, ακλόνητος, διαρκής, σε Ξεν.· ἔμμ. τινι, ο σταθερός σε κάτι, στον ίδ.
-
ἔμμορα, παρακ. βʹ του μείρομαι.
-
ἔμ-μορος, -ον (ἐν, μείρομαι),· I. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι, που έχει προικιστεί με αυτό, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. II. (μόρος) τυχερός, καλόμοιρος, σε Ανθ.
-
ἔμ-μορφος, -ον (ἐν, μορφή), υλική, σωματική μορφή, σχηματισμένος, σε Πλούτ.
-
ἔμ-μοτος, -ον (ἐν, μοτός), αυτός που έχει πληγή στην οποία πρέπει να τοποθετηθεί ξαντό με φάρμακο· μεταφ., ἔμμοτον τῶν δ' ἄκος, θεραπεία για την επούλωση τέτοιων πληγών, σε Αισχύλ.
-
ἔμ-μοχθος, -ον (ἐν), κοπιώδης, επίπονος, κουραστικός, βίοτος, σε Ευρ.
-
ἐμ-μυέω, μέλ. -ήσω (ἐν), μυώ, κατηχώ — Παθ., μυῶν ἐνεμυήθης δῆτ' ἐν αὐτῷ τὰ μεγάλα· μήπως μυήθηκες σε αυτά τα φοβερά μυστήρια με αυτό το άθλιο, φθαρμένο πανωφόρι, σε Αριστοφ.
-
ἔμνησα, αόρ. αʹ του μιμνήσκω· ἐμνήσθην, Παθ. αόρ. αʹ.
-
ἐμνώοντο, Επικ. αντί ἐμνῶντο, γʹ πληθ. παρατ. του μνάομαι.
-
ἐμοί, δοτ. του ἐγώ.
-
ἔμολον, αόρ. βʹ του βλώσκω.
-
ἐμός, -ή, -όν, κτητ. αντων. του αʹ προσ. (ἐγώ, ἐμοῦ), δικός μου, Λατ. meus, σε Όμηρ. κ.λπ.· σε κράση με το Άρθρο, οὑμός, τοὐμόν, τοὐμοῦ, τὠμῷ, τἀμά· 1. για να ενισχύσει την έννοια του κτήτορα, ἐμὸν αὐτοῦ, δικό μου, προσωπικό μου ή είμαι ο ιδιοκτήτης, ο κτήτοράς του, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸν ἐμὸν αὐτοῦ βίον, σε Αριστοφ. 2. ως αντικ., σε εμένα, σε ό,τι αφορά εμένα, ως προς εμένα, ἐμὴ ἀγγελίη, σε Όμηρ.· τὴν ἐμὴν αἰδῶ, σεβασμός σε εμένα, σε Αισχύλ.· αἱ ἐμαὶ διαβολαί, συκοφαντίες, δυσφημήσεις εναντίον μου, σε Θουκ.· τοὐμὸν αἷμαπατρός, το αίμα του χύθηκε εξαιτίας μου, σε Σοφ. 3. τὸ ἐμόν, τὰ ἐμά, η περιουσία μου, η ιδιοκτησία μου, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, τὰ ἐμά ή τὸ ἐμόν, το μέρος μου, οι υποθέσεις μου, το συμφέρον μου, οὕτω τὸ ἐμὸν ἔχει, έτσι έχουν τα πράγματα με εμένα, σε Ηρόδ.· ἔρρει τἀμά, σε Ξεν.· απ' όπου περιφραστικά αντί ἐγώ ή ἐμέ, σε Σοφ.· ή απόλ., τό γε ἐμόν, τὸ μὲν ἐμόν, εκ μέρους μου, σε ό,τι με αφορά, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. ἡ ἐμή (ενν. γῆ), η χώρα μου, η πατρίδα μου, σε Θουκ.
-
ἐμοῦμαι, Μέσ. μέλ. του ἐμέω.
-
ἔμπᾰ, επίρρ., βλ. ἔμπᾱς.
-
ἐμπᾰγείς, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του ἐμπήγνυμι.
-
ἐμπάζομαι, (πιθ. από το ἔμπαιος), αποθ., μόνο σε ενεστ., ασχολούμαι με κάτι, δίνω προσοχή, προσέχω, μεριμνώ, φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι για κάτι, με γεν., σε Όμηρ.· άπαξ (σε μία περίπτωση μόνο), με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ.