Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 548 λήμματα [521 - 540]
γῠναικο-νόμος, (νέμω), στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, άρχοντας του οποίου η αρμοδιότητα ήταν να διατηρεί τους καλούς τρόπους και την κοσμιότητα των γυναικών, σε Αριστ.
γῠναικο-πληθής, -ές (πλήθω), αυτός που είναι γεμάτος από γυναίκες, σε Αισχύλ., Ευρ.
γῠναικό-ποινος, -ον (ποινή), αυτός που εκδικείται τη γυναίκα, σε Αισχύλ.
γῠναικο-φίλης[ῐ], -ου, Δωρ. -ας, , (φιλέω), αυτός που αγαπά τις γυναίκες, σε Θεόκρ.
γῠναικών, -ῶνος, = γυναικωνῖτις, σε Ξεν.
γῠναικωνῖτις, -ιδος, , το γυναικείο διαμέρισμα ως μέρος μιας οικίας, αντίθ. προς το ἀνδρῶν (πρβλ. γυναικών), σε Λυσ.· οι γυναίκες του χαρεμιού, σε Πλούτ.
γῠναι-μᾰνής, -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανία με τις γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.
γύναιος[ῠ], , -ον = γυναικεῖος· I. γύναια δῶρα, τα δώρα που προσφέρονται σε μια γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ. II. ως ουσ., γύναιον, τό, μικρή γυναίκα, γυναικούλα, ως χαρακτηρισμός αγάπης και τρυφερότητας απευθυνόμενος στη σύζυγο, σε Αριστοφ.· με υποτιμητική, περιφρονητική σημασία, αδύναμη γυναίκα, γυναικούλα, σε Δημ. κ.λπ.
γῠνή, Δωρ. γυνά, γεν. γυναικός, αιτ. γυναῖκα, κλητ. γύναι, πληθ. γυναῖκες κ.λπ. (όπως αν προερχόταν από ονομ. γύναιξI. γυναίκα, Λατ. femina, αντίθ. προς τον (ἀνήρ), σε Όμηρ. κ.λπ.· συναπτόμενο με άλλο ουσ., γυνὴταμίη, οικονόμος, δέσποινα γυνή, δμῳαὶ γυναῖκες κ.λπ., στον ίδ.· στην κλητ., συχνά ως προσφώνηση, δήλωση σεβασμού· «αρχόντισσα, κυρία», σε Θεόκρ.· πρὸς γυναικός, όπως μια γυναίκα, σε Αισχύλ. II. σύντροφος, σύζυγος, συμβία, αντίθ. προς το παρθένος, σε Όμηρ., Ξεν. III. θνητή γυναίκα, αντίθ. προς το θεά, σε Όμηρ. (πιθ. από την ρίζα από την οποία προέρχεται και το γί-γνομαι).
γύννις, -ιδος, (γυνή), θηλυπρεπής άντρας, σε Θεόκρ.
γῡπάριον, τό, υποκορ. του γύπη, ρωγμή, σχισμή, φωλιά, σε Αριστοφ.
γύπη[ῡ], (γύψ), η φωλιά του γύπα· η οπή.
γύπινος[ῡ], , -ον (γύψ), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.
γῡρεύω (γῦρος), μέλ. -σω, τρέχω γύρω γύρω, κυκλικά, τριγυρίζω, σε Στράβ., Βάβρ.
γῡρη-τόμος, -ον (τέμνω), αυτός που διαγράφει ή σχηματίζει κύκλο, σε Ανθ.
γῠρῖνος ή γύρῑνος, (γυρός), νεογέννητος βάτραχος, ο βάτραχος που δεν είναι ακόμα πλήρως ανεπτυγμένος, σε Πλάτ.
γῡρο-δρόμος, -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.
γῡρός, , -όν, κυκλικός, στρογγυλός· γυρὸς ἐν ὤμοισι, αυτός που έχει στρογγυλούς ώμους, κυφός, σε Ομήρ. Οδ.
γῦρος, , δαχτυλίδι, κύκλος, σε Πολύβ.
γύψ, γῡπός, , γύπας, αρπακτικό όρνιο που ομοιάζει με τον αετό, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. αἰγύπιος.