Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Γ"

Βρέθηκαν 548 λήμματα [21 - 40]
γαλέη, συνηρ. γαλῆ, -ῆς, , γάτα, «νυφίτσα»· Λατ. mustela, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
γᾰλερός, , -όν (γαίω), εύθυμος, ευδιάθετος, κεφάτος· επίρρ. -ρῶς, σε Ανθ.
γαλεώτης, -ου, (γαλέη), σαύρα με στίγματα, με κηλίδες· Λατ. stellio, σε Αριστοφ.
γαλῆ, , συνηρ. αντί γαλέη.
γαληναῖος, , -ον, = γαληνός, σε Ανθ.
γᾰλήνειᾰ, Δωρ. γαλάνεια, = γαλήνη, σε Ευρ.
γᾰλήνη, , ηρεμία της θάλασσας, ησυχία, γαλήνη, σε Ομήρ. Οδ.· λευκὴ γαλήνη, στο ίδ.· ἐλόωσι γαλήνην, θα πλεύσουν στην ήρεμη θάλασσα, δηλ. πάνω σ' αυτή, στο ίδ.· μεταφ., φρόνημα νηνέμου γαλάνας, πνεύμα μεγάλης αταραξίας, σε Αισχύλ.· ἐνγαλήνῃ, σε ηρεμία, σε αταραξία, σε Σοφ. (αμφίβ. προέλ.· πιθ. συγγενές προς το γελάω).
γᾰληνιάω, είμαι ήρεμος, γαλήνιος· Επικ. μτχ. γαληνιόωσα, σε Ανθ.
γαληνός, -όν (γαλήνη), ήρεμος· γαλήν' ὁρῶ (ουδ. πληθ.) βλέπω γαλήνη, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, γαλήνιος, πράος, ήσυχος, μαλακός, ήπιος.
γαλόως[ᾰ], , γεν. γαλόω, δοτ. και ονομ. πληθ. γαλόῳ, σε Αττ. γάλως, γεν. γάλω, αδερφή του συζύγου ή γυναίκα του αδερφού, «κουνιάδα» ή «νύφη», Λατ. glos, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
γαμβρός, (γαμέω), οποιοσδήποτε είναι συνδεδεμένος με γάμο, Λατ. affinis, σε Αισχύλ. 1. σύζυγος της κόρης, Λατ. gener, σε Όμηρ., Ηρόδ., Ευρ. 2. σύζυγος της αδερφής, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ή αδερφός της συζύγου, σε Σοφ. 3. = πενθερός, πατέρας της συζύγου κάποιου, σε Ευρ. 4. Δωρ. και Αιολ., νιόπαντρος, μνηστήρας, εραστής, γαμπρός, σε Πίνδ., Θεόκρ.
γᾶμεν, Δωρ. ποιητ. αντί ἔγημεν, αόρ. αʹ του γαμέω.
γᾰμετή, , θηλ. του επόμ., παντρεμένη γυναίκα, σύζυγος· γυνὴ γαμετή, έγγαμη γυναίκα, νόμιμη σύζυγος, σε Ησίοδ.
γᾰμέτης, -ου, (γαμέω), σύζυγος, σύντροφος, σε Αισχύλ., Ευρ.· Δωρ. γεν. γαμέτα, στον ίδ.· θηλ. γᾰμέτις, -ιδος, η σύζυγος, σε Ανθ.
γᾰμέω, μέλ. γαμέω, Αττ. συνηρ. γαμῶ, αόρ. αʹ ἔγημα, παρακ. γεγάμηκα, υπερσ. ἐγεγαμήκειν· Μέσ. μέλ. Αττ. γαμοῦμαι, Επικ. γʹ ενικ. Μέσ. μέλ. γαμέσσεται, αόρ. αʹ ἐγημάμην· Παθ. αόρ. αʹ ἐγαμήθην· ποιητ. μτχ. γαμεθεῖσα, παρακ. γεγάμημαι (γάμος), I. νυμφεύομαι, δηλ. παίρνω σύζυγο, Λατ. ducere, λέγεται για τον άνδρα, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔγημεθυγατρῶν, νυμφεύφθηκε μία από τις κόρες του, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. ως σύστ. αντικ., γάμον γαμεῖν, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἐκ κακοῦ, ἐξ ἀγαθοῦ γῆμαι, νυμφεύομαι μια γυναίκα από ταπεινή ή ευγενική καταγωγή, σε Θεόγν. II. Μέσ., παραδίδω τον εαυτό μου ή το παιδί μου σε γάμο· 1. λέγεται για γυναίκα, δίνω τον εαυτό μου σε γάμο, δηλ. παντρεύομαι, γίνομαι νύφη, Λατ. nubere, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· γήμασθαι εἰς..., παντρεύομαι σε μια οικογένεια, εισέρχομαι ως νύφη μέσα σε οικογένεια, σε Ευρ.· λέγεται ειρωνικά για άνδρα που τον δυναστεύει η γυναίκα του, κεῖνος οὐκ ἔγημεν ἀλλ' ἐγήματο, σε Ανακρ. (πρβλ. Μαρτ. uxori nubere nolo meae)· έτσι η Μήδεια αναφέρεται περιφρονητικά στον Ιάσονα σαν να ήταν εκείνη ο άνδρας, γαμοῦσα σέ, σε Ευρ. 2. λέγεται για τους γονείς, παντρεύω τα παιδιά μου ή τα αρραβωνιάζω, παίρνω γυναίκα για το γιο μου· Πηλεύς μοι γυναῖκα γαμέσσεται, σε Ομήρ. Ιλ.
γαμήλευμα, -ατος, τό (γαμέω) = γάμος, σε Αισχύλ.
γᾰμήλιος, -ον (γαμέω), 1. αυτός που ανήκει στο γάμο, νυφικός, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. γαμηλία (ενν. θυσία), γαμήλιο γλέντι, σε Δημ.
Γᾰμηλιών, -ῶνος, , ο έβδομος μήνας του Αττικού χρόνου· προέρχεται από το γαμέω, επειδή ήταν η χρονική περίοδος κατά την οποία τελούνταν οι περισσότεροι γάμοι· το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου και το πρώτο του Φεβρουαρίου, σε Αριστ.
γαμίζω (γάμος), παραδίδω σε γάμο, σε Κ.Δ.
γαμικός, , -όν (γάμος), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για γάμο, σε Πλάτ.· τὰ γαμικά, η τελετή του γάμου, σε Θουκ.