Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Β"

Βρέθηκαν 801 λήμματα [281 - 300]
βέβηλος, -ον (βηλός, με βε- ως αναδιπλ.), I. δεκτικός ως προς το να πατηθεί από κάποιον, επιτρεπτός για ανθρώπινη χρήση· Λατ. profanus, σε Σοφ., Ευρ.· ἐν βεβήλῳ, σε Θουκ. II. λέγεται για πρόσωπα, μη αγιασμένος, ανίερος, ανόσιος, ακάθαρτος, μολυσμένος, ανήθικος, στον ίδ., σε Πλάτ.· με γεν., μη μυημένος σε τελετές, σε Ανθ.
βεβηλόω, μέλ. -ώσω, βλασφημώ, βεβηλώνω, σε Κ.Δ.
βεβίηκα, παρακ. του βιάω.
βέβλαμμαι, Παθ. παρακ. του βλάπτω.
βεβλήαται, -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του βάλλω.
βέβληται, -το, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του βάλλω.
βεβολήατο, βεβολημένος, βλ. *βολέω.
βεβουλευμένως, επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του βουλεύομαι, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
βεβούλημαι, παρακ. του βούλομαι.
βέβρῑθα, παρακ. του βρίθω.
βέβρῡχε, βλ. βρύχω.
βεβρώθοις, βλ. βιβρώσκω· βέβρωκα, παρακ. του ίδ., βεβρώσομαι, Παθ. μελ.
βέβυσμαι, Παθ. παρακ. του βύω.
βεβώς, Επικ. αντί βεβαώς, βεβηκώς, μτχ. παρακ. του βαίνω.
βέῃ, βλ. βέομαι.
βείομαι, βλ. βέομαι.
βεκκε-σέληνος, -ον (σελήνη), απαρχαιωμένος, υπέργηρος, ξεμωραμένος, σε Αριστοφ. (νεολογισμός που δημιουργήθηκε από την ιστορία σχετικά με το βέκος στον Ηρόδ. 2. 2., και από τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι ήταν προ-σέληνοι).
βεκός ή βέκος, τό, ψωμί, φρυγική λέξη, σε Ηρόδ.
βελεη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει βέλη, σε Ανθ.
βέλεμνον, τό, ποιητ. αντί βέλος, βέλος, βλήμα, σαΐτα, ακόντιο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.