Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Β"

Βρέθηκαν 801 λήμματα [181 - 200]
βᾰρῠ-πενθής, -ές (πένθος), αυτός που προκαλεί οδυνηρή συμφορά, πένθος, σε Ανθ.
βᾰρῠ-πένθητος, -ον (πενθέω), αυτός που πενθεί βαριά, υπερβολικά, σε Ανθ.
βᾰρῠ-πεσής, -ές (πεσεῖν), αυτός που πέφτει βαριά, σε Αισχύλ.
βᾰρύ-ποτμος, -ον=βαρυδαίμων, λέγεται για πρόσωπα, κακότυχος, σε Σοφ.· λέγεται για βάσανα, δυστυχίες, αβάσταχτος, στον ίδ.· ανώμ. υπερθ. βαρυποτμώτατος (χάριν του μέτρου), σε Ευρ.
βᾰρύ-πους, , , -πουν, τό, βαρύς στα άκρα, σε Ανθ.
βᾰρύς, -εῖα, , ποιητ. γεν. πληθ. θηλ. βαρεῶν (αντί -ειῶν), σε Αισχύλ.· συγκρ. βαρύτερος, υπερθ. βαρύτατος· I. 1. βαρύς ως προς τη σωματική μάζα, αντίθ. προς το κοῦφος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σε Όμηρ. περισσότερο με την έννοια της δύναμης και της ισχύος· χεῖρα βαρεῖαν, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· επίσης, βαρύς από την ηλικία ή τις δυστυχίες· γήρᾳ, νόσῳ, σε Σοφ. 2. οδυνηρός, αβάσταχτος, σε Όμηρ.· βαρὺ ή βαρέα στενάχειν, στενάζω βαριά, με λυγμούς, στον ίδ.· στους Αττ. πεζογράφους, φορτικός, επαχθής, καταπιεστικός· επίρρ., βαρέως φέρειν τι, δύσκολα υποφέρω κάτι, σε Ηρόδ. 3. βίαιος, σε Θεόκρ., Πλάτ. κ.λπ. 4. αυτός που έχει εξαιρετική σημασία, εντυπωσιακός και αξιοπρόσεκτος, σε Κ.Δ. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, δριμύς, αυστηρός, σε Αισχύλ., Σοφ.· επίσης, κοπιαστικός, καταθλιπτικός, σε Ευρ., Δημ. 2. με θετική σημασία, σοβαρός, αξιοπρεπής, σε Αριστ. 3. χρησιμοποιείται για στρατιώτες, ο βαριά οπλισμένος, σε Ξεν. III. λέγεται για εντυπώσεις των αισθητηρίων οργάνων, 1. λέγεται για ήχο, δυνατός, βαθύς, μπάσος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Σοφ. 2. λέγεται για οσμή, δυνατή, αποκρουστική, σε Ηρόδ., Σοφ.
βᾰρῠ-σίδηρος[ῐ], -ον, βαρύς από σίδηρο, σε Πλούτ.
βᾰρύ-σταθμος, -ον, αυτός που ζυγίζει βαριά, βαρύς, σε Αριστοφ.
βᾰρύ-στονος, -ον (στένω), I. αυτός που στενάζει βαριά, που αναστενάζει· με σκωπτική σημασία, σε Δημ.· επίρρ. -νως, σε Αισχύλ. II. λέγεται για πράγματα, πολυθρήνητος, βαριά πενθούμενος, σε Σοφ.
βᾰρῠ-σφάρᾰγος[ᾰ], -ον, αυτός που βροντά δυνατά, σε Πίνδ.
βᾰρύτης[ῠ], -ητος, (βαρύς), I. βάρος, βαρύτητα, σε Θουκ. II. λέγεται για τους ανθρώπους, 1. φορτικότητα, ενόχληση, δυσαρέσκεια, σε Δημ., Πλούτ. 2. με θετική σημασία, αξιοπρέπεια, σοβαρότητα, μεγαλοπρέπεια, σε Αριστ., Πλούτ. III. λέγεται για τον ήχο, δύναμη, ισχύς, βάθος, σε Πλάτ.
βᾰρύ-τῑμος, -ον (τιμή), εξαιρετικά πολύτιμος, σε Κ.Δ.
βᾰρύ-τλητος, -ον, I. αυτός που υπομένει βαρύ φορτίο, σε Ανθ. II. Παθ., αυτός τον οποίο είναι δύσκολο να υποφέρει κανείς, δυσβάσταχτος, στο ίδ.
βᾰρύ-τονος, -ον, αυτός που ηχεί βαριά ή βαθιά, σε Ξεν.
βᾰρύ-φθογγος, -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, που βρυχάται ηχηρά, σε Ομηρ. Ύμν.
βᾰρῠ-φροσύνη[ῠ], , μελαγχολία, βαρυθυμία, αγανάκτηση, σε Πλούτ.
βᾰρύ-φρων, -ον (φρήν), γεν. -ονος, βαρύθυμος, κατηφής, αυτός που έχει σπουδαίο σκοπό, αυτός που έχει σοβαρή σκέψη, σε Θεόκρ.
βᾰρύ-χειλος, -ον, αυτός που έχει σαρκώδη χείλη, σε Ανθ.
βᾰρύ-χορδος, -ον (χορδή), αυτός που έχει βαρύ τόνο στις χορδές, σε Ανθ.
βᾰρύ-ψῡχος, -ον (ψυχή), βαρύθυμος, αποκαρδιωμένος, απελπισμένος, σε Σοφ.