Αποτελέσματα για: "Α"
Βρέθηκαν 6.787 λήμματα [6461 - 6480]
-
αὐτό-χθων, -ον, γεν. -ονος· I. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα, Λατ. terrigena, αὐτόχθονες, οἱ, όπως Λατ. indigenae, ιθαγενείς, γηγενείς, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τους Αθηναίους, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. II. ως επίθ., ντόπιος, εγχώριος, ιθαγενής, σε Ηρόδ.
-
αὐτο-χόλωτος, -ον (χολόομαι), αυτός που είναι θυμωμένος με τον εαυτό του, σε Ανθ.
-
αὐτο-χόωνος, -ον, Επικ. αντί αὐτοχόανος, -χωνος, (χόανος)· πρόχειρα χυμένος, ογκώδης, λέγεται για κομμάτι σίδηρο που χρησιμοποιείται ως κρίκος, σε Ομήρ. Ιλ.
-
αὐτό-χρημα, επίρρ., I. αληθινά και πραγματικά, σε Αριστοφ. II. ακριβώς, ομοίως και απαραλλάκτως, σε Λουκ.
-
αὐτοψία, ἡ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), το να βλέπει κάποιος κάτι με τα ίδια του μάτια, σε Λουκ.
-
αὐτῶ, Δωρ. αντί αὐτοῦ, εκεί.
-
αὔτως, επίρρ. του αὐτός. I. 1. μόνο με αυτόν τον τρόπο, ακόμα με αυτόν τον τρόπο, ακριβώς έτσι, όπως αυτό είναι, γυμνὸν ἐόντα, αὔτως - ὥστε γυναῖκα, άοπλος όπως εγώ - όπως μια γυναίκα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με περιφρονητική σημασία, ακριβώς έτσι, όχι καλύτερα, τί σὺ κήδεαι αὔτως ἀνδρῶν; γιατί δεν λαμβάνεις καλύτερη πρόνοια; στο ίδ.· νήπιος αὔτως, εντελώς βρέφος, στο ίδ.· αὔτωςἄχθος ἀρούρης, σε Ομήρ. Οδ. II. με αναφορά στο παρελθόν, ακόμα έτσι, ακριβώς όπως πριν, όπως ήταν, σε Όμηρ.· λευκὸν ἔτ' αὔτως, ακόμα λευκό όπως ήταν καινούριο, σε Ομήρ. Ιλ. III. μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, οὐκ αὔτως μυθήσομαι, σε Ομήρ. Οδ.
-
αὐχενίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ (αὐχήν), κόβω το λαιμό από έναν άνθρωπο, αποκεφαλίζω, με αιτ., σε Σοφ.
-
αὐχένιος, -α, -ον (αὐχήν), αυτός που ανήκει στον αυχένα, σε Ομήρ. Οδ.
-
αὐχέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ηὔχησα· (αὔχη)· I. όπως καυχάομαι· καυχιέμαι, καμαρώνω για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Ευρ.· τινί ή ἐπί τινι, για ένα πράγμα, στον ίδ., Ανθ. II. με αιτ. και απαρ., καυχησιολογώ ή δηλώνω δυνατά ότι, διαμαρτύρομαι, σε Ηρόδ., Θουκ., Ευρ.· με απαρ. μόνο, σε Αισχύλ.· οὐ γάρ ποτ' ηὔχουν μεθέξειν, δεν σκέφτηκα ποτέ ότι..., στον ίδ.
-
αὐχήεις, -εσσα, -εν, καυχησιάρης, υπερήφανος, σε Ανθ.
-
αὔχημα, -ατος, τό, I. πράγμα για το οποίο καυχιέται κανείς, δόξα, υπερηφάνεια, σε Σοφ.· πρόκληση για καύχημα, δόξα, στον ίδ., Θουκ. II. καύχηση, αυτοπεποίθηση, στον ίδ.
-
αὐχήν, -ένος, ὁ, I. λαιμός, λάρυγγας, λέγεται για πρόσωπα και κτήνη, «λαιμός» της γης, ισθμός, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. στενή θάλασσα, τα στενά, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για το σημείο στο οποίο ο Δούναβης απλώνεται σε πολλά παρακλάδια, σε Ηρόδ. 3. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά, χαράδρα, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
-
αὔχησις, -εως, ἡ (αὐχέω), καυχησιολογία, θριαμβολογία, σε Θουκ.
-
αὐχμάω, = αὐχμέω, σε Λουκ.
-
αὐχμέω, μέλ. -ήσω (αὐχμός), είμαι βρώμικος ή άπλυτος, Λατ. squaelo, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ., Πλάτ.
-
αὐχμηρός, -ά, -όν (αὐχμέω), ξηρός, σκονισμένος, τραχύς, ρυπαρός, σε Ευρ., Πλάτ.· ιδίως λέγεται για τα μαλλιά, σε Ευρ.
-
αὐχμός, ὁ (αὔω, καίω), 1. ξηρασία, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. αποτελέσματα της ξηρασίας, ξηρότητα, σε Πλάτ.
-
αὐχμ-ώδης, -ες (εἶδος), αυτός που δείχνει ξηρός, τραχύς, κόμη, σε Ευρ.· τὸ αὐχμῶδες, ξηρασία, σε Ηρόδ.
-
αὔω, Αττ. αὕω, καίω, ανάβω φωτιά, ανάβω φως, σε Ομήρ. Οδ. (συγγενές προς το εὕω· απ' όπου αὐαίνω, αὐχμός).