Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "-θεν"

Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [3041 - 3060]
ἀνδρομέος, , -ον (ἀνήρ), λέγεται για άνδρα ή άνδρες, ανθρώπινος, θνητός, κρέα, σε Όμηρ.· ψωμοὶ ἀνδρ., τεμάχια ανθρώπινων κρεάτων, σε Ομήρ. Οδ.
ἀνδρο-μήκης, -ες (ἀνήρ, μῆκος), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν.
ἀνδρό-παις, -αιδος, (ἀνήρ), νεαρός κοντά στην ηλικία της ανδροσύνης, κοντά στην ενηλικίωση, σε Αισχύλ.
ἀνδρο-πλήθεια, (ἀνήρ, πλῆθος), πλήθος ανδρών, σε Αισχύλ.
ἀνδρό-σῐνις, -ιδος, , (ἀνήρ, σίνομαι), επιβλαβής για τους άνδρες, σε Ανθ.
ἀνδρο-σφᾰγεῖον, τό (ἀνήρ, σφάζω), μέρος όπου σφάζονται άνδρες, σε Αισχύλ.
ἀνδρό-σφιγξ, -ιγγος, (ἀνήρ), ανθρώπινη σφίγγα με κορμό ανδρός, όχι (όπως συνήθως) γυναίκας, σε Ηρόδ.
ἀνδρότης, -ητος, = ἀνδρεία· πρβλ. ἁδροτής.
ἀνδρο-τῠχής, -ές (ἀνήρ, τυγχάνω), αυτή που αποκτά άνδρα, ἀνδρ. βίοτος, έγγαμος βίος, σε Αισχύλ.
ἀνδροφᾰγέω, μέλ. -ήσω, κατατρώγω άνδρες, σε Ηρόδ.
ἀνδρο-φάγος, -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει άνδρες, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
ἀνδρο-φθόρος, -ον (φθείρω), I. αυτός που καταστρέφει άνδρες, φονικός, καταστροφικός, σε Σοφ. II. προπαροξ., ἀνδρόφθορον αἷμα, το αίμα σφαγιασμένου άνδρα, στον ίδ.
ἀνδροφονία, , εξόντωση ανδρών, σε Αριστ., Πλούτ.
ἀνδρο-φόνος, -ον (ἀνήρ, *φένω), I. 1. δολοφόνος ανδρών, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για γυναίκες, αυτή που δολοφονεί τον σύζυγό της, σε Πίνδ. II. ως δικανικός όρος, κάποιος που καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία, ένοχος ανθρωποκτονίας, σε Πλάτ., Δημ.
ἀνδροφόντης, -ου, = ἀνδρειφόντης, σε Αισχύλ.
ἀνδρόω, μέλ. -ώσω (ἀνήρ), I. ανατρέφω μέχρι την ανδρική ηλικία, σε Ανθ.Παθ., γίνομαι άνδρας, φτάνω στην ανδρική ακμή, σε Ηρόδ., Ευρ. II. στην Παθ., λέγεται επίσης για γυναίκα, βρίσκομαι σε ηλικία γάμου, σε Ευρ.
ἀνδρ-ώδης, -ες (ἀνήρ, εἶδος), ανδρικά, όπως ένας άνδρας, σε Ισοκρ.
ἀνδρών, -ῶνος, (ἀνήρ), τα διαμερίσματα των ανδρών σ' ένα σπίτι, η αίθουσα των συμποσίων κ.λπ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· Ιων. ἀνδρεών, σε Ηρόδ., Επικ. -ειών, σε Ανθ.· επίσης ἀνδρωνῖτις, -ιδος, , σε Ξεν.
ἀν-δύομαι, ποιητ. αντί ἀνα-δύομαι.
ἀν-δώσειν, ποιητ. αντί ἀναδώσειν, απαρ. μέλ. του ἀνα-δίδωμι.