Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "-θεν"

Βρέθηκαν 42.107 λήμματα [2341 - 2360]
ἀμφί-πληκτος, Δωρ. —πλακτος, -ον, I. αυτός που έχει πληχθεί και από τις δύο μεριές. II. Ενεργ., αυτός που συντρίβει, εφορμά αμφίπλευρα, σε Σοφ.
ἀμφι-πλήξ, -ῆγος, , (πλήσσω), αυτός που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αυτός που έχει δύο αιχμές, σε Σοφ.
ἀμφι-πολεύω, μέλ. -σω (ἀμφίπολος), ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· απόλ., δοῦναι τινά τινι ἀμφιπολεύειν, παραδίδω κάποιον σε άλλον, περιποιούμαι, σε Ομήρ. Οδ.
ἀμφι-πολέω (ἀμφίπολος): I. με αιτ. παρακολουθώ αδιάλειπτα, αγρυπνώ, φυλάω, σε Πίνδ. 2. μεταχειρίζομαι με ευγένεια, περιποιούμαι, Λατ. fovere, στον ίδ. II. με δοτ. υπηρετώ, θεαῖς, σε Σοφ. III. με γεν. πράγμ. είμαι υπηρέτης ή όργανο κάποιου, σε Πίνδ.
ἀμφί-πολις, ποιητ. ἀμφί-πτολις, , , I. αυτός που περικυκλώνει την πόλη, για πόλη που αλώνεται μέσω αποκλεισμού, σε Αισχύλ. II. ως θηλ. ουσ., πόλη μεταξύ δύο θαλασσών ή ποταμών, σε Θουκ.
ἀμφί-πολος, -ον (πέλω, πολέω), I. 1. απασχολημένος με κάτι, επίθ. της Κύπριδος, σε Σοφ.· ως θηλ. ουσ., υπηρέτρια, θεραπαινίδα, σε Ομήρ. Οδ.· μερικές φορές ενωμένο με άλλο ουσ., ἀμφ. ταμίη, ἀμφ. γραῦς, οικονόμος, γριά θεράπαινα, σε Όμηρ. 2. ως αρσ., ακόλουθος, οπαδός, θιασώτης, σε Πίνδ.· επίσης ιερέας, σε Πλούτ. II. με Παθ. σημασία ως επίθ., συχνός, σε Πίνδ.
ἀμφι-πονέομαι, αποθ. (πονέω), υπηρετώ, φροντίζω κάτι, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-ποτάομαι, αποθ., πετώ τριγύρω, περιίπταμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀμφι-πρόσωπος, -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει διπλό πρόσωπο, διπρόσωπος, σε Πλούτ.
ἀμφί-πτολις, ποιητ. αντί ἀμφίπολις.
ἀμφι-πτῠχή, , περίπτυξη, εναγκαλισμός, σε Ευρ.
ἀμφί-πῠλος, -ον (πύλη), με διπλή είσοδο, σε Ευρ.
ἀμφί-πῠρος, -ον (πῦρ), αυτός που έχει φωτιά στα δύο άκρα, λέγεται για το αστροπελέκι, σε Ευρ.· καθώς λέγεται και για την Άρτεμη που έφερε από έναν πυρσό σε κάθε χέρι, σε Σοφ. II. με φωτιά ολόγυρα, στον ίδ.
ἀμφί-ρῠτος, , -ονήος, -ον (ῥέω), περιβαλλόμενος παντού από νερό, αυτός που περιβρέχεται ολόγυρα, λέγεται για νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· ομοίως ἀμφίρρυτος, -ον, σε Ησίοδ. κ.λπ.
ἀμφίς, I. ως επίρρ. (ἀμφί
Α. I. 1.
πάνω ή σε δύο πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ.· με δυο χέρια μονομιάς, στο ίδ. 2. γενικά, πέριξ, ολόγυρα, στο ίδ. II. χώρια, ξέχωρα, γαῖαν καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχειν, κράτα τον ουρανό χώρια από τη γη, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμφὶς ἀγῆναι, σπάζει σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶς φράζεσθαι ή φρονεῖν, σκέφτομαι ξεχωριστά, δηλ. είμαι διχασμένος, παίρνω αντίθετη θέση, στο ίδ. Β. ως πρόθ. όπως το ἀμφί. I. 1. με γεν., τριγύρω, ἅρματος ἀμφίς, γύρω από το άρμα του, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ξεχωριστά από, ἀμφίς τινος ἧσθαι, στο ίδ.· ἀμφὶς ὁδοῦ, έξω από το δρόμο, στο ίδ. II. με αιτ., γύρω, περίπου, ακολουθώντας πάντα την πτώση του, στο ίδ.
ἀμφι-σᾰλεύομαι, Παθ., ρίχνομαι, πετώ, τινάζομαι, συνταράζομαι, όπως γίνεται πάνω στη θάλασσα, σε Ανθ.
ἀμφίσ-βαινα, -ης, (βαίνω), είδος ερπετού που μπορεί να κινηθεί είτε μπροστά είτε πίσω, σε Αισχύλ.
ἀμφισβᾰσίη, , Ιων. αντί ἀμφισβήτησις, σε Ηρόδ.
ἀμφισ-βητέω, Ιων. -βᾰτέω, μέλ. -ήσω, παρατ. και αόρ. αʹ (με διπλή αύξ.ἠμφεσβήτουν, ἠμφεσβήτησαΠαθ. μέλ. του Μέσ. τύπου -ήσομαι, αόρ. αʹ ἠμφισβητήθην ή ἠμφεσβ-· (βαίνωI. 1. κυριολεκτικά, στέκομαι μακριά, και επομένως διαφωνώ με κάτι που ειπώθηκε, με δοτ., σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., διαφωνώ ή ερίζω με, τινί, σε Πλάτ. 2. απόλ., διαφωνώ, φιλονικώ, συζητώ, στον ίδ. κ.λπ.· οἱ ἀμφισβητοῦντες, οι αντίπαλοι, οι διάδικοι σε μια δίκη, σε Δημ. 3. με γεν. πράγμ., διαφωνώ για ή σχετικά μ' ένα ζήτημα, στον ίδ.· επίσης, περί τινος, σε Πλάτ.· έχω αξίωση στην ιδιοκτησία τεθνεώντος προσώπου, τοῦ κλήρου, σε Δημ. 4. με αιτ. πράγμ., αμφισβητώ ένα σημείο, σε Πλάτ. 5. με αιτ. και απαρ., επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, στον ίδ. II. Παθ., γίνομαι αντικείμενο αμφισβήτησης, στον ίδ. ή απρόσ., ἀμφισβητεῖται περί τι ή τινος, στον ίδ.· ἀμφισβητεῖται μὴ εἶναι τι, διαφιλονικείται, στον ίδ.
ἀμφισβήτημα, -ατος, τό, αμφισβητούμενο σημείο, αμφιλεγόμενο, σε Πλάτ. κ.λπ.