LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὅσγε"
- ὅσγε, ἥγε, ὅγε (ὅς, γε), I. ο οποίος ή το οποίο τουλάχιστον, σε Ηρόδ., Σοφ. II. Λατ. qui quidem ή quippe qui, οἵγε ὑπῆρξαν, αφού ήταν αυτοί τουλάχιστον που άρχισαν, σε Ηρόδ.