Αποτελέσματα για: "ὅς"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
ὅς, ἥ, ὅ, γεν. οὗ, ἧς, οὗ κ.λπ.· Επικ. γεν. ὅου, ἕης· δοτ. πληθ. οἷσι, ᾗς, ᾗσι· αντων., η οποία στην πρώιμη ελληνική χρησιμ.:
Α. ως δεικτ. = οὗτος, ὅδε. Β. ως αναφορ.
Α. ΔΕΙΚΤ., αυτός, εκείνος· μερικές φορές επίσης αντί αὐτός, αυτός, αυτή, αυτό, μόνο στην ονομ. I. στον Όμηρ., ἀλλὰ καὶ ὃς δείδοικε, σε Ομήρ. Ιλ.· ὃ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων, σε Ομήρ. Οδ. II. στη μεταγεν. ελλ.. 1. στην αρχή μιας πρότασης, καὶ ὅς, και αυτός, καὶ ἥ, και αυτή, καὶ οἵ, και αυτοί, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. ὃς καὶ ὅς, τέτοιος και τέτοιος άνθρωπος, ο τάδε και ο δείνα, σε Ηρόδ. 3. ἦ δ' ὅς, ἦ δ' ἥ, είπε αυτός, είπε αυτή, σε Πλάτ. 4. σε αντιθ., Λέριοι κακοί· οὐχ ὁ μέν, ὃς δ' οὐ, σε Φωκύλ.· ὃς μέν... ὁ δέ..., σε Μόσχ. κ.λπ. Β. ΑΝΑΦΟΡ., I. 1. ο οποίος, το οποίο, Λατ. qui, quae, quod·κανονικά, το αναφορ. εξαρτάται από το όνομα ή το ρήμα της πρότασης στην οποία ανήκουν και συντάσσονται αναλόγως, συχνά όμως λαμβάνει την πτώση του προσδιοριζομένου όρου καθ' έλξη, τῆς γενεῆς, ἧς Τρωὶ Ζεὺς δῶκε (όπου η κανονική πτώση του αναφορ. θα ήταν ἥν), σε Ομήρ. Ιλ.· οὐδὲν ὧν λέγω (αντί οὐδὲν τούτων ἃ λέγω), σε Σοφ.· αντιστρόφως, ο προσδιοριζόμενος όρος περνά στην πτώση του αναφορ. (αντίστροφη έλξη), τὰς στήλας ἃς ἵστα, οἱ πλεῦνες (αντί τῶν στηλῶν, ἃς ἵστα, αἱ πλεῦνες), σε Ηρόδ. 2. το ουδ. χρησιμ. στην Αττ. χωρίς να προηγείται προσδιοριζόμενος όρος, ὃδὲ δεινότατόν γ' ἐστὶν ἁπάντων, ὁ Ζεὺς γὰρ ἕστηκεν, ό,τι όμως είναι το πιο παράξενο απ' όλα, πως ο Δίας στέκει, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. σε αρκετές περιπτώσεις το ελλ. αναφορ. πρέπει να αναλυθεί σε σύνδ. και αντων., ἄτοπα λέγεις, ὅς γε κελεύεις (αντί ὅτι σύ γε), σε Ξεν.· συμφορὰ δ', ὃς ἂν τύχῃ κακῆς γυναικός (αντί ἐάν τις), σε Ευρ.· χρησιμ. επίσης σε περιπτώσεις που θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε απαρ., ἄγγελον ἧκαν, ὃς ἀγγείλειε, nuncium miserunt, qui nunciaret, έστειλαν αγγελιοφόρο για να αναγγείλει, σε Ομήρ. Οδ.· πέμψον τιν', ὅστις σημανεῖ, σε Ευρ. II. η αναφορ. αντων. συνάπτεται με μόρια ή συνδ.· 1. ὅς γε, βλ. ὅσγε. 2. ὃς δή, βλ. δή I. 5. 3. ὃς καί, ο οποίος επίσης, αλλά καὶ ὅς, και ο οποίος. 4. ὅς κε ή κεν, Αττ. ὃς ἄν, σχεδόν όπως το ὅστις, Λατ. quincunque, οποιοσδήποτε, όποιος τυχόν. III. απόλ. χρήσεις συγκεκριμένων πτώσεων της αναφορ. αντων.: 1. γεν. ενικ. οὗ, λέγεται για τόπο, όπως το ὅπου, όπου, σε Αισχύλ., Τραγ. κ.λπ.· ἔστιν οὗ, κάπου, σε κάποια μέρη, σε Ευρ.· σε βραχυλογικές φράσεις, μικρὸν προϊόντες, οὗ ἡ μάχη ἐγένετο (αντί ἐκεῖσε οὗ), έχοντας αναχωρήσει προς το μέρος όπου..., σε Ξεν. 2. ἐξ οὗ (ενν. χρόνου), από την ώρα που, οπότε, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. η δοτ. θηλ. ᾗ, Δωρ. ᾇ, λέγεται για τόπο (επίρρ.), όπως το Λατ. qua, όπου, επίσης με υπερθ. επίρρ. ᾗμάλιστα, ᾗ ῥᾷστα, ᾗ ἄριστον κ.λπ., όπως το ὡς μάλιστα, και Λατ. quam celerrime, σε Ξεν. 4. η αιτ. ουδ. ὅ αντί δι' ὅ ή ὅτι, ότι, για το οποίο, επίσης, επειδή, Λατ. quod, σε Όμηρ.· επίσης, για το οποίο, Λατ. quapropter, σε Ευρ.
-
ὅς, ἥ, ὅν, γεν. οἷο κ.λπ.: ΚΤΗΤ. ΑΝΤ. I. του γʹ προσδ. αντί ἑός, δικός του, δική του, δικό του, δικός της, δική της, δικό της, Λατ. suus, σε Όμηρ., αρχ. Αττ. II. του βʹ προσ. αντί σός, δικός σου, σου, σε Ησίοδ. III. του αʹ προσ., αντί ἐμός, δικός μου, μου, σε Ομήρ. Οδ.