LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἰαχέω"
- ἰᾰχέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἰάχησα· I. 1. κραυγάζω, κράζω, φωνάζω, όπως το ἰάχω, σε Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ἰαχεῖν μέλος, στον ίδ.· ἀοιδάν, σε Αριστοφ. 2. θρηνώ, οδύρομαι για, σε Ευρ. II. λέγεται για πράγματα, ηχώ, παράγω ήχο, αντηχώ, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.