Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἡγέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἡγέομαι (ἄγω), Δωρ. ἁγ-, παρατ. ἡγούμην, Ιων. -εόμην ή -εύμην, μέλ. ἡγήσομαι, αόρ. αʹ ἡγησάμην, παρακ. ἥγημαι, Αποθ.· I. 1. προηγούμαι, έχω προβάδισμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., οδηγώ, ανοίγω το δρόμο σε κάποιον, καθοδηγώ, στον ίδ.· επίσης, ὁδὸν ἡγήσασθαι, προπορεύομαι στην οδό, Λατ. praeire viam, σε Ομήρ. Οδ. 2. με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., είμαι ο αρχηγός κάποιου σε κάτι· ἀοιδὸς ἡμῖν ἡγείσθω ὀρχηθμοῖο, στο ίδ.· ἡγοῦμαί τινι σοφίας, ᾠδῆς, σε Πίνδ. κ.λπ.· και μόνο με γεν. πράγμ., ἡγοῦμαι νόμων, αρχίζω το άσμα, το μέλος, στον ίδ. κ.λπ. 3. με αιτ. πράγμ., οδηγώ, διευθύνω· τὰς πομπάς, σε Δημ. κ.λπ. II. 1. οδηγώ στρατό ή στόλο, με δοτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., είμαι οδηγός ή αρχηγός, ηγεμόνας ή κυβερνήτης κάποιου, στον ίδ. 2. απόλ., οἱ ἡγούμενοι, οι άρχοντες, οι εξουσιαστές, οι κυβερνώντες, σε Σοφ.· ἡγούμενοι ἐν τοῖς ἀδελφοῖς, πρόκριτοι μεταξύ των αδελφών, σε Κ.Δ. III. 1. νομίζω, φρονώ, πιστεύω, Λατ. ducere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡγοῦμαί τι εἶναι, στον ίδ. 2. με προσθήκη λέξης που δηλώνει ιδιότητα· ἡγοῦμαί τινα βασιλέα, θεωρώ ή υπολήπτομαι κάποιον ως βασιλιά, στον ίδ.· ἡγοῦμαί τι περὶ πολλοῦ, στον ίδ.· περὶ πλείστου, σε Θουκ. 3. ἡγοῦμαι θεούς, πιστεύω στους θεούς, σε Ευρ. κ.λπ.· πρβλ. νομίζω II. 4. ἡγοῦμαι δεῖν, νομίζω ότι πρέπει, θεωρώ ότι είναι καλό, απαραίτητο να κάνω, με απαρέμφ., σε Δημ.· με αυτή τη σημασία σε άλλες περιπτώσεις και χωρίς το δεῖν· παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ..., σε Θουκ. IV. ο παρακ. χρησιμ. με Παθ. σημασία· τὰ ἁγημένα = τὰ νομιζόμενα, σε χρησμ. παρά Δημ.