LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἑαυτοῦ"
- ἑ-αυτοῦ, -ῆς, -οῦ, I. δοτ. ἑαυτῷ, -ῇ, -ῷ, αιτ. ἑαυτόν, -ήν, -ό· πληθ. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς, -άς· Ιων. ἑωυτοῦ κ.λπ.· Αττ. συνηρ. αὑτοῦ κ.λπ.· αυτοπαθ. αντων. του γʹ προσ., Λατ. sui, sibi, se, αυτού, αυτής, αυτού κ.λπ.· πρώτα στον Ηρόδ. και Αττ.· ο Όμηρ. έχει: ἕοαὐτοῦ, οἷ αὐτῷ ἑ αὐτόν· αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό, αυτό καθ' αυτό, απόλυτα, σε Πλάτ.· ομοίως και τὸ ἐφ' ἑαυτόν, σε Θουκ.· αὐτὸ καθ' αὑτό, σε Πλάτ.· ἀφ' ἑαυτοῦ, από μόνο του, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐν ἐαυτοῦ, ἐντὸς ἑαυτοῦ, Λατ. sui compos· παρ' ἑαυτῷ, στο δικό του σπίτι, σε Ξεν.· συχνά με συγκρ. και υπερθ., ἐγένοντο ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν, αυτοί που ξεπέρασαν τους εαυτούς τους, σε Ηρόδ.· πλουσιώτεροι ἑαυτῶν, δηλ. συνεχώς και πιο πλούσιοι, σε Θουκ. II. στην Αττ. αὑτοῦ, μερικές φορές αντί αʹ ή βʹ προσ., σε Αισχύλ., Θουκ.