Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιχράω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἐπι-χράω (χράω Β), μόνο σε παρατ. ή αόρ. βʹ ἐπέχραον, επιτίθεμαι, προσβάλλω, εφορμώ, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον, την περιστοίχιζαν, την πολιορκούσαν, σε Ομήρ. Οδ.
*ἐπι-χράω, I. δανείζω, προσφέρω επιπλέον, πρβλ. ἐπικίχρημι. II. 1.ἐπιχράομαι, αποθ., χρησιμοποιώ κάτι επιπλέον, με δοτ., σε Ευρ. 2. με δοτ. προσ., Λατ. uti, συναλλάσσομαι με, έχω δοσοληψίες με, είμαι στενός φίλος με, σε Ηρόδ., Θουκ.