
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄφρων"
- ἄ-φρων, -ον, γεν. -ονος (φρήν), αυτός που δεν έχει αισθήσεις, λέγεται για τα αγάλματα, σε Ξεν.· παράφρων, μανιώδης ή ανόητος, μωρός, σε Όμηρ., Αττ.· τὸἄφρον = ἀφροσύνη, σε Θουκ.· επίρρ. ἀφρόνως, ανόητα, σε Σοφ.