Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄτη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄτη[ᾱ], Δώρ. ἄτα, (ἀάω αντί ἀάτηI. σύγχυση, παραλογισμός, απερίσκεπτη παρόρμηση που προκαλείται από πλάνη, τύφλωση που στέλλνεται από τους θεούς, σε Όμηρ.· απ' όπου, η Ἄτη προσωποποιημένη είναι η θεά της βλάβης και της απερίσκεπτης συμπεριφοράς, Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται, σε Ομήρ. Ιλ.· οι Λιταί έρχονται μετά από αυτή, θεραπεύοντας το κακό που εκείνη έχει διαπράξει, στο ίδ. II. λέγεται για τις συνέπειες, 1. απερίσκεπτη ενοχή ή αμαρτία, όπως αυτή του Πάρη, στο ίδ. 2. όλεθρος, καταστροφή, σε Όμηρ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, ολέθριος, καταστροφικός, σε Αισχύλ., Σοφ.