LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σφεῖς"
- σφεῖς, I. αρσ. και πληθ. της προσ. αντων. γʹ προσ., αυτοί = αὐτοί, σε Ηρόδ., Αττ.· γεν. σφέων, στον Όμηρ. ως μονοσύλλ. με συνίζηση· Επικ. επίσης σφείων· Αττ. σφῶν· δοτ. σφίσι (-ιν), σε Όμηρ., Αισχύλ.· συνηθέστεροι είναι οι τύποι σφι, σφιν (με αποκοπή), σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· η χρήση των σφι, σφιν ως δοτ. ενικ. αντί οἱ είναι σπάνια, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Σοφ.· αιτ. σφέᾱς, κατά κανόνα εγκλιτ., που προφέρεται ως μια μακρά συλλαβή, σε Όμηρ., Ηρόδ.· επίσης σφᾱς και σφείας (ή σφεῖας), σε Ομήρ. Οδ.· σφᾶς (εγκλιτ.) ή σφᾶς, σε Τραγ.· πρβλ. σφε. II. 1. στον Όμηρ. η αντων. αυτή είναι πάντοτε προσωπική, και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ουδ. σε χρήση· στον Ηρόδ. όμως συναντάται η αιτ. πληθ. σφέα. 2. η αντων. αυτή χρησιμοποιείται τόσο αντί της οριστικής ή επαναληπτικής αὐτοί, αυτοί, όσο και αντί της αυτοπαθητικής αὑτῶν κ.λπ., αυτών των ιδίων· στην τελευταία αυτή περίσταση συχνά απαντούν οι επιτετ. τύποι σφῶν αὐτῶν, σφέας αὐτούς, σφᾶς αὐτούς, σε Ησίοδ.· μερικές φορές χρησιμοποιείται αντί ἀλλήλους, στον ίδ. III. σπανίως αντί πληθ., βʹ προσ. της προσωπικής αντων., μετὰ σφίσιν αντί μεθ' ὑμῖν, σε Ομήρ. Ιλ.· σφέας αντί ὑμᾶς, σε Ηρόδ.