Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ποιέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ποιέω, Επικ. παρατ. ποίεον, συνηρ. ποίει, Ιων. ποιέεσκονΜέσ., γʹ ενικ. Ιων. παρατ. ποιέσκετο· μέλ. ποιήσομαι (επίσης χρησιμ. με Παθ. σημασία) — Παθ., μέλ. ποιηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐποιήθην, παρακ. πεποίημαι (επίσης χρησιμ. με Μέσ. σημασία) — οι Αττ. ποιητές χρησιμοποιούν την παραλήγουσα βραχεία, όπως ποῐῶ, ποῐεῖν κ.λπ., που συχνά γράφονται και ποῶ, ποεῖν κ.λπ., όπως στα Λατ. poëta, poësis.Έχει δύο γενικές σημασίες· κατασκευάζω και κάνω.
Α. I. 1.
κατασκευάζω, παράγω, δημιουργώ· στον Όμηρ. συχνά λέγεται για οικοδόμηση, ποιῶδῶμα, τεῖχος κ.λπ.· λέγεται για την εργασία του σιδηρουργού, ποιῶ σάκος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα έργα τέχνης, στο ίδ. κ.λπ.· ποιεῖν τι ἀπὸ ξύλου, κατασκευάζω κάτι από ξύλο, σε Ηρόδ.· ποιῶ πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης, στον ίδ.· ομοίως με γεν., ποιῶ νηὸν λίθου, στον ίδ.· φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι, σε Ξεν.Μέσ., οἰκία ποιήσασθαι, τους χτίζω σπίτια, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, έχω φτιάξει κάτι, το ετοιμάζω, σε Ηρόδ., Δημ. 2. φτιάχνω, δημιουργώ, ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε, σε Δημ. 3. λέγεται για ποιητές, συνθέτω, γράφω, Λατ. carmina facere, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, κάνω ή αναπαριστώ στην ποίηση, Ὅμηρος Ἀχιλλέα πεποίηκε ἀμείνω Ὀδυσσέως, σε Πλάτ.· περιγράφω με στίχους, στον ίδ.· βάζω σε στίχους, στον ίδ. II. 1. δίνω, επιφέρω, προκαλώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., προξενώ ή επιφέρω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. λέγεται για θυσίες και άλλα τέτοια, ποιέω ἱρά, όπως ἕρδειν, Λατ. sacra facere, σε Ηρόδ., Ξεν., Θουκ. κ.λπ.· ποιῶ Ἴσθμια, διεξάγω αγώνες στον Ισθμό, δηλ. τα Ίσθμια, σε Ξεν.· ποιῶ ἐκκλησίαν (όπως λέμε, κατασκευάζω ένα σπίτι), σε Θουκ.· Μέσ. με την ίδια σημασία, αλλά με εννοούμενη μέση ενέργεια, ἀγορὴν ποιήσατο, σε Ομήρ. Ιλ. 3. λέγεται για τον πόλεμο και την ειρήνη, πόλεμον ποιεῖν, προξενώ πόλεμο, αλλά πόλεμον ποιεῖσθαι, διεξάγω πόλεμο (στο πλευρό κάποιου άλλου), σε Ξεν.· ομοίως εἰρήνην ποιῶ, κάνω ειρήνη (για τους άλλους)· αλλά, εἰρήνην ποιεῖσθαι, κάνω ειρήνη (για τον εαυτό μου) κ.λπ.· 4. η Μέσ. συχνά χρησιμ. περιφρ. με ουσ., ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην αντί ὁδοιπορεῖν, ποιεῖσθαι πλόον αντί πλέειν, θαῦμα ποιεῖσθαι αντί θαυμάζειν, ὀργὴν ποιεῖσθαι αντί ὀργίζεσθαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ποιεῖσθαι λόγον τινός, λέω σχετικά με, διηγούμαι, στον ίδ.· αλλά, τοὺςλόγους ποιῶ, συσκέπτομαι, διεξάγω συζήτηση, σε Θουκ. III. με επίθ. ως κατηγορ., καθιστώ κάποιον τέτοιο ή άλλο, ποιεῖν τινα βασιλῆα, σε Ομήρ. Οδ.· Ἀθηναῖον ποιεῖν τινα, σε Θουκ.Μέσ., ποιεῖσθαί τινα ἄλοχον ή ἄκοιτιν, καθιστώ αυτή σύζυγό μου, σε Ομήρ. Ιλ.· ποιεῖσθαί τινα ὑιόν, κάνω κάποιον γιο μου, δηλ. τον υιοθετώ ως παιδί μου (πρβλ. εἰσποιέω), στον ίδ., Αττ.· επίσης, ἑωυτοῦ ποιεῖσθαι τι, κάνω ένα πράγμα δικό μου, σε Ηρόδ. IV.1. βάζω, τοποθετώ, ποιέω, ποιῶ ἐνὶ φρεσί τινι, σε Ηρόδ. 2. στον πόλεμο, ποιῶ τινας, ὑπό τινι, οδηγώ κάτω από την εξουσία..., σε Δημ.Μέσ., ποιεῖσθαι ὑπ' ἑωυτῷ, σε Ηρόδ.· ποιεῖσθαί τινας ἐς τὸ συμμαχικόν, στον ίδ. κ.λπ. V. στη Μέσ., στηρίζω, θεωρώ, υπολογίζω, λογαριάζω, κρίνω ένα πράγμα ως..., συμφορὴν ποιεῖσθαί τι, θεωρώ κάτι ως συμφορά, στον ίδ.· δεινὸν ποιεῖσθαί τι, Λατ. aegre ferre, στον ίδ.· μέγα ποιῶ, με απαρ., θεωρώ κάτι πολύ σπουδαίο να..., στον ίδ.· οὐκ ἀνάσχετον ποιῶ τι, σε Θουκ. κ.λπ.· συχνά με πρόθ., δι' οὐδενὸς ποιῶ, δεν θεωρώ κάτι ως σημαντικό, σε Σοφ.· ἐνἐλαφρῷ ἐν ὁμοίῳ ποιῶ, σε Ηρόδ.· ἐν σμικρῷ ἐν ὀργῇ, σε Δημ.· παρ' ὀλίγον, παρ' οὐδέν τι, σε Ξεν.· περὶ πολλοῦ, περὶ πλείονος, περὶ πλείστου ποιεῖσθαί τι, σε Αττ. VI. θεωρώ την περίπτωση, υποθέτω ότι..., σε Ηρόδ., Ξεν.Παθ., οἱ φιλοσοφώτατοι ποιούμενοι, γι' αυτούς που έχουν υπόληψη..., σε Πλάτ. VII. λέγεται για χρόνο, οὐ ποιῶ χρόνον, δεν επιμηκύνω τον χρόνο, δηλ. δεν αργοπορώ, σε Δημ.· τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι, διέρχομαι (περνάω) τη νύχτα ένοπλος, σε Θουκ. Β. I. 1. κάνω, περίπου όπως το πράσσω, σε Όμηρ. κ.λπ.· οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν, σε Δημ.· Σπαρτιητικὰ ποιέειν, λειτουργώ όπως ένας Σπαρτιάτης, σε Ηρόδ.· προσταλθὲν ποιῶ, σε Σοφ. κ.λπ. 2. με διπλ. αιτ., κάνω κάτι σε κάποιον, κακὰ ή ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης εὖ, κακῶς ποιῶ τινα, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης με δοτ. προσ., ἵππῳ τἀναντία ποιῶ, στον ίδ.· ομοίως, στη Μέσ., φίλα ποιεῖσθαί τινι, σε Ηρόδ. 3. με επίρρ., ὧδε ποίησον, πράξε με αυτό τον τρόπο, έτσι, στον ίδ.· ποίειὅπως βούλει, σε Ξεν.· ομοίως με μτχ., εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· το καλῶς ποιῶν, μερικές φορές είναι σχεδόν επιρρηματικό, καλῶς ποιοῦντες πράττετε, σε Δημ.· εὖ ποιοῦν, ευνοϊκά, ευτυχώς, στον ίδ. II. απόλ., κάνω, πράττω ή ενεργώ, ποιέειν ἢ παθέειν, κάνω ή έχω κάνει σε κάποιον, σε Ηρόδ.· λέγεται για φάρμακο, ενεργώ, φέρνω αποτέλεσμα, σε Πλάτ.· ομοίως, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, η καλή θέληση, η εύνοια έκλινε πάρα πολύ προς τους Λακεδαιμόνιους, σε Θουκ.· ομοίως απρόσ., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τῆς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, είναι γενικό χαρακτηριστικό τους να είναι χερσαίοι κ.λπ., στον ίδ.