
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ποδαπός"
- ποδᾰπός, -ή, -όν, 1. από ποια χώρα; Λατ. cujas? γενικά, από πού; γεννημένος πού; σε Ηρόδ., Τραγ.· τίς καὶ ποδαπός; σε Πλάτ. 2. γενικά, τί είδους; ποδαπός; οἷος μὴ δάκνειν..., τέτοιος που δεν θα δαγκώσει, σε Δημ. (όπως στα ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός, ὑμεδαπός, τηλεδαπός, το -δαπος είναι κατάληξη αμφίβ. προέλ.).