
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παρασκευή"
- παρα-σκευή, ἡ, I. 1. προετοιμασία, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐν τούτῳ παρασκευῆς, σ' αυτήν την φάση της προετοιμασίας, σε Θουκ.· προετοιμασία ομιλίας, σε Ξεν.· με πρόθ., ἐκ παρασκευῆς, από προετοιμασία, μάχη ἐγένετο ἐκ παρασκευῆς, στημένη μάχη, σε Θουκ.· ομοίως, ἀπὸ παρασκευῆς, στον ίδ.· δι' ὀλίγης παρασκευῆς, με λίγη ετοιμασία, πρόχειρη, στο ίδ.· ἐν παρασκευῇ, στην πορεία της προετοιμασίας. 2. εξασφάλιση, προπαρασκευή, παρασκευή φίλων καὶ οὐσίας, σε Πλάτ. 3. δολοπλοκία ή σκευωρία, παρασκευὴ φίλων καὶ οὐσίας, με σκοπό να κερδίσουν την ετυμηγορία ή την επιψήφιση προτάσεως, σε Δημ. κ.λπ. III. στους Ιουδαίους, η μέρα της ετοιμασίας, η μέρα πριν το Σάββατο του Πάσχα, σε Κ.Δ.