
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πένομαι"
- πένομαι, αποθ., χρησιμ. στον ενεστ. και παρατ., I. 1. αμτβ., δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο· γενικά, μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω, σε Όμηρ. 2. είμαι φτωχός ή πάμφτωχος, σε Σόλωνα, Ευρ. κ.λπ. 3. με γεν., είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι, σε Αισχύλ., Ευρ. II. μτβ., δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω, ετοιμάζω, δαῖτα πένοντο, σε Ομήρ. Οδ.· τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι, στο ίδ.