Αποτελέσματα για: "οἷος"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
οἶος, -η, -ον, I. 1. όπως το μόνος, μονάχος, μοναχικός, μολονότι συχνά μπορεί να ερμηνευθεί ως επίρρ., μονάχα, μόνο, σε Όμηρ., Ησίοδ.· οἶος ἄνευθ' ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· με άρνηση, οὐκ οἶος, ἅμα τῷγε..., όχι μόνο, αλλά..., στο ίδ.· το ουδ. οἶον ως επίρρ., στο ίδ. 2. επιτετ. εἷς οἶος, μία οἴη, ένας μόνο, μία μονάχα, σε Όμηρ.· στον δυϊκ., δύο οἴω, στο ίδ.· στον πληθ., δύο οἶαι, σε Ομήρ. Οδ.· σπανίως, στην Αττ. 3. με γεν., οἴη θεῶν, η μόνη απ' τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· συνεπώς, οἴη ἐν ἀθανάτοισιν, η μόνη ανάμεσα στις θεές, στο ίδ.· οἶος μετὰ τοῖσι, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά, οἶος ἀπ' ἄλλων, χωριστά, στο ίδ.· οἶος Ἀτρειδῶν δίχα, clam Atridis, σε Σοφ. II. μοναδικός στο είδος του, εξαιρετικός, έξοχος, σε Ομήρ. Ιλ.
-
οἷος, οἵα, Ιων. οἵη, οἷον (ὁ, ὅς), τέτοιος, αυτού του είδους, τέτοιας ποιότητας, τέτοιου είδους ή χαρακτήρα, Λατ. qualis, αναφορ. αντων. αντίστοιχη της ερωτημ. ποῖος, της αόρ. ποιός, και της δεικτ. τοῖος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· επιτετ., ὅσσος ἔην οἷός τε, Λατ. qualis erat quantusque, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., οἷος ἀρετήν, άνθρωπος με τέτοια λογής αρετή, στο ίδ.· συχνά ερμηνεύεται με επίρρ., οἷος μέτεισι πολεμόνδε, πώς ορμά μέσα στη μάχη, στο ίδ.
Χρήση: I. 1. το οἷος σε κύρια πρόταση, χρησιμ. ως επιφών. και εκφράζει έκπληξη, θαυμασμό, που ισχυροποιείται με το δή, οἷον δὴ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι, τί λόγος σού 'ρθε λοιπόν στο μυαλό να ξεστομίσεις! σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ουδ. ως επίρρ., βλ. κατωτ. V. 2. κατά τον ίδιο τρόπο, στις πλάγιες προτάσεις, όπου δεν μπορεί να εννοηθεί κάτι από τα συμφραζόμενα, ὁρῶν ἐν οἵοις ἐσμέν, σε Ξεν. II. 1. εμπεριέχει σύγκριση, οἷος ἀστὴρ εἶσι, ίδιος σαν άστρο, σε Ομήρ. Ιλ.· οἷος καὶ Πάρις ᾔσχυνε, ομοίως με τον Πάρη ντρόπιασε, σε Αισχύλ.· με αυτή τη σημασία, το οἷος έλκει την πτώση του από εκείνη του προηγ., πρὸς ἄνδρας τολμηρούς, οἵους Ἀθηναίους (αντί οἷον Ἀθηναῖοι), σε Θουκ. 2. το οἷος, οἵα, οἷον, ιδίως στην Αττ., συχνά αντικαθιστά το ὅτι τοῖος, τοία, τοῖον, με τρόπο ώστε το αναφορ. εισάγει την αιτία για ό,τι λέγεται προηγούμενα, ἄνακτα χόλος λάβεν, οἷον ἄκουσεν, θυμός κυρίεψε τον βασιλιά, εξαιτίας των όσων άκουσε, σε Ομήρ. Ιλ. 3. εφόσον όμως η σύγκριση είναι γενικού χαρακτήρα, ο Όμηρος χρησιμ. το οἷός τε (το οποίο πρέπει να διακριθεί από το οἷός τε με απαρ., βλ. κατωτ. III. 1), οἷός τε Ἄρης, κάποιος όμοιος με τον Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, οἷός τις, το είδος ανθρώπου που, σε Όμηρ. 4. όταν μια σύγκριση εμπεριέχει την έννοια του χρόνου, χρησιμ. η φράση οἷοςὅ τε, έτσι σαν τότε που..., σε Ομήρ. Οδ. 5. το οἷος χρησιμ. σε πολλές Αττ. βραχυλογικές φράσεις, οὐδὲνγὰρ οἷον ἀκούειν αὐτοῦ τοῦ νόμου, δεν υπάρχει τίποτε πιο σπουδαίο από το να ακούει κανείς τα λόγια του νόμου, σε Δημ.· δίνει πρόσθετη ισχύ στον υπερθ., χωρίον οἷον χαλεπώτατον = τοιοῦτον οἷόν ἐστι χαλεπώτατον, σε Ξεν. III. 1. το οἷος με απαρ. δηλώνει αρμοδιότητα ή ικανότητα να κάνει κάποιος κάτι, οἷος ἔην τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε, τόσο έτοιμος ήταν να κάνει καλό και με τις πράξεις και με τα λόγια, σε Ομήρ. Οδ.· οἷος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι, τόσο ικανός και στα πολεμικά συμβούλια όσο και στη μάχη, σε Πλάτ.· τὸ πρᾶγμα μέγα καὶ μὴ οἷον νεωτέρῳ βουλεύσασθαι, το ζήτημα είναι σπουδαίο και δεν είναι πρέπον να δίνει σχετικές συμβουλές ένας νεαρός, σε Θουκ.· χωρίς απαρ., ὁ δ' οἷός ἐστιν οἰκουρὸς μόνον, κατάλληλος μόνον για να είναι σκύλος-φύλακας του σπιτιού, σε Αριστοφ. 2. η σημασία αυτή ωστόσο εκφράζεται κυρίως με το οἷός τε, με απαρ., κατάλληλος ή ικανός να κάνει κάτι, λέγειν οἷόςτε κἀγώ, σε Αριστοφ.· οἷός τε πείθειν, σε Δημ.· συχνά στο ουδ., σε ενικ. και πληθ., οἷόν τέ ἐστι και οἷά τέ ἐστι, οἷόν τε γίγνεται, είναι δυνατόν να, σε Ηρόδ., Αττ.· χωρίς απαρ., οἷόν τέ ἐστιν, είναι δυνατόν, οὐχ οἷόν τέ ἐστιν, δεν είναι δυνατόν να γίνει, σε Αριστοφ.· με υπερθ., καλὸν ὡς οἷόν τε μάλιστα, τόσο όμορφο όσο γίνεται, σε Πλάτ.· ὡς οἷόν τε διὰ βραχυτάτων, στον ίδ. IV. Στην Αττ., το αναφορ. συχνά επαναλαμβάνεται στην ίδια πρόταση, οἷ' ἔργα δράσας οἷα λαγχάνει κακά, με τέτοια που έκανε τέτοιες τον βρήκαν συμφορές! σε Σοφ.· οἵαν ἀνθ' οἵων θυμάτων χάριν, οποία ευγνωμοσύνη σε ανταπόδοση τέτοιων θυσιών! στον ίδ. V. 1. ως επίρρ. στο ουδ., χρησιμ. για να προσθέσει ισχύ, έμφαση, οἷον ἐερσήσεις, πόσο δροσερός! σε Ομήρ. Ιλ.· οἷα ἀτάσθαλα, σε Ομήρ. Οδ.· το ομαλ. επίρρ. οἵως χρησιμ. σπανίως, οἷος ὢν οἵως ἔχεις, σε τί κατάσταση βρίσκεται ένας άνθρωπος όπως εσύ!, σε Σοφ. 2. α) σε συγκρίσεις, όπως, ως, όπως ακριβώς, καθώς, σε Όμηρ., Τραγ.· οἷάτις ἀηδών, σε Αισχύλ.· οἷον ὅτε, έτσι όπως τότε που, πρβλ. II. 4. β) φερ' ειπείν, παραδείγματος χάριν, οἷον τί λέγεις; τι εννοείς, επί παραδείγματι; σε Πλάτ. 3. όπως το ὡς, με μτχ., οἷα ἀπροσδοκήτου γενομένου, σε Θουκ. 4. με αριθμητικά, περίπου, οἷον δέκα σταδίους κ.λπ.
-
ὄϊος, οἰός, γεν. του ὄϊς, οἶς, πρόβατο.