LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νεωκόρος"
- νεω-κόρος, Δωρ. νᾶοκόρος, ὁ, I. φύλακας και επιμελητής ναού, Λατ. aedituus, σε Πλάτ., Ξεν. II. επώνυμο που απαντά σε επιγραφές και νομίσματα ασιατικών πόλεων στους χρόνους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αποδιδόταν σε πόλεις οι οποίες ανέγειραν ναό προς τιμήν της προστάτιδάς τους ή του αυτοκράτορα, όπως η Έφεσος· νεωκόρος Ἀρτέμιδος, σε Κ.Δ. (αμφίβ. προέλ.).