Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μὴοὐ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μὴοὐ, I. μετά από ρήματα που εκφράζουν φόβο ή ανησυχία, Λατ. vereor ut, δέδοικα μὴ οὐ γένηταί τι, φοβάμαι ότι δεν θα συμβεί· ενώ το δέδοικα μὴ γένηται σημαίνει, φοβάμαι ότι θα συμβεί· στην περίπτωση αυτή, τα μή και οὐ διατηρούν την κανονική τους σημασία. II. με απαρ., 1. μετά από ρήματα που εκφράζουν κώλυμα, άρνηση, αποφυγή, ανάγκη, όπου το μὴ οὐ μοιάζει με το Λατ. quin ή quominus, οὐδὲν κωλύει μὴ οὐκ ἀληθὲς εἶναι τοῦτο, nihil impedit quin hoc verum sit· ή, με άρθρο, οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ οὐ πυθέσθαι, nihil praetermittam quominus reperiam, σε Σοφ. 2. μετά από ρήματα που σημαίνουν κάτι το αδύνατο, ακατάλληλο, απροθυμία, το μὴ οὐ αποδίδεται αποφατικά, δεινὸν ἐδόκεε εἶναι μὴ οὐ λαβεῖν, σε Ηρόδ.· αἰσχύνη ἦν μὴ οὐ συσπουδάζειν, σε Ξεν. 3. το μὴ οὐ με μτχ., μόνο μετά από αρνητ. μόριο, που είτε δηλώνεται είτε εννοείται, δυσάλγητος γὰρ iν εἴην μὴ οὐ κατοικτείρων, θα ήμουν σκληρόκαρδος αν δεν συμπονούσα, σε Σοφ. 4. = εἰ μή, εκτός, πόλεις χαλεπαὶ λαβεῖν, μὴ οὐ πολιορκίᾳ, σε Δημ.