LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μή"
-
μή, μη, είναι το αρνητικό μόριο που εκφράζει άρνηση που προκύπτει από σκέψη, επιθυμία, ενώ το οὐ εκφράζει άρνηση που προκύπτει από κατηγορηματική δήλωση, πραγματικό γεγονός, δηλ. το μή υποδηλώνει ότι κάποιος επιθυμεί να μην ισχύει κάτι, με το οὐ, ότι δεν ισχύει· οι ίδιες διαφορές ισχύουν για όλα τα σύνθετα των μήκαι οὐ.
Α. σε ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ προτάσεις, 1. με προστ., μή μ' ἐρέθιζε, μη με προκαλείς, σε Ομήρ. Ιλ.· μή τις ἀκουσάτω, μην ακούσει κανείς, σε Ομήρ. Οδ. 2. με υποτ., μὴ δή μ' ἐάσῃς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ ἴομεν (Επικ. αντί ἴωμεν), στο ίδ.· μὴ πάθωμεν, σε Ξεν. 3. με ευκτ., χρησιμ. για να εκφράσει επιθυμία ή κάτι που μπορεί να μη συμβεί, ἃ μὴ κραίνοι τύχη, αυτά που η τύχη μπορεί να μην τα φέρει, σε Αισχύλ.· επίσης, σε επιθυμίες που αναφέρονται στο παρελθόν και έτσι δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, μή ποτ' ὤφελον λιπεῖν, σε Σοφ. 4. σε ευχές και όρκους, όπου το οὐ θα μπορούσε να αναμένεται, ἴστω Ζεὺς μὴ μὲν τοῖς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος, μάρτυράς μου ο Ζευς (Δίας), κανένας άλλος άνδρας δεν θα ιππεύσει αυτά τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.· μὰ τὴν Ἀφροδίτην, μὴ ἐγώ σ' ἀφήσω, σε Αριστοφ. 5. με απαρ., που χρησιμ. ως προστ., μὴ δή μοι ἀπόπροθεν ἰσχέμεν ἵππους, σε Ομήρ. Ιλ. Β. σε ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΕΣ προτάσεις: 1. με τελικούς συνδ., ἵνα μή, ὅπως μή, ὡς μή, ὄφρα, για να μη, Λατ. ne, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· το μή συχνά στέκεται στο λόγο και μόνο του, ἵνα μή, σε Όμηρ., Αττ. 2. σε περίοδο με υποθετικές προτάσεις, μετά το εἰ (Επικ. αἰ), εἴ κε (αἴ κε), εἰ ἄν, ἤν, ἐάν, ἄν, Λατ. nisi, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, ὅτε μή = εἰμή, κ.λπ. 3. σε αναφορ. προτάσεις, όπου λανθάνει υπόθεση ή προϋπόθεση, λέγονθ' ἃ μὴ δεῖ, τέτοια λόγια που δεν θα έπρεπε κάποιος (να πει), σε Σοφ.· λόγοις τοιούτοις οἷς σὺ μὴ τέρψει κλύων, στον ίδ. 4. με απαρ., πάντοτε εκτός από τις περιπτώσεις που το απαρ. ισοδ. με οριστ. ή ευκτ., όπως σε oratio obliqua(πλάγιο λόγο). 5. με μτχ. όταν αυτή μπορεί να αναλυθεί σε υποθετική πρόταση, μὴ ἀπενείκας = εἰ μὴ ἀπήνεικε, σε Ηρόδ.· μὴ θέλων = εἰ μὴ θέλεις, σε Αισχύλ.· ομοίως, με γενική έννοια, δίδασκέ μ' ὡς μὴ εἰδότα = ut qui nihil sciam, σε Σοφ. 6. με αφηρημένα ουσ., όπως με μτχ., τὰ μὴ δίκαια = ἃ ἂν μὴ ᾖ δίκαια, σε Αισχύλ.· τὸ μὴ καλόν, σε Σοφ.· ἡ μὴ 'μπειρία = τὸ μὴ ἔχειν ἐμπειρίαν, έλλειψη εμπειρίας, σε Αριστοφ. 7. μετά από ρήματα που εκφράζουν φόβο ή ανησυχία (πρβλ. μὴοὐ)· α) όταν το αντικείμενο του φόβου είναι μελλοντικό, με υποτ. ενεστ., φοβάμαι ότι μπορεί να σε πείσει, σε Ομήρ. Ιλ. β) με ευκτ. αντί υποτ., σύμφωνα με την ακολουθία εγκλίσεων και χρόνων, σε Όμηρ. κ.λπ. γ) όταν η πράξη ανήκει στο παρόν ή το παρελθόν, χρησιμ. οριστ., φοβούμεθα μὴ ἡμαρτήκαμεν, φοβόμαστε ότι έχουμε διαπράξει ένα σφάλμα, σε Θουκ. 8. χωρίς ρήμα, λέγεται για να εκφράσει δισταγμό, πιθ., μὴ ἀγροικότερον ᾖ τὸ ἀληθὲς εἰπεῖν, σε Πλάτ. Γ. σε ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: I. Ευθείες ερωτήσεις, α) με οριστ., που υπαινίσσεται αρνητ. απάντηση, σίγουρα όχι, δεν έχεις σκοπό να πεις αυτό, Λατ. num? ενώ με το οὐ αναμένεται καταφατική απάντηση, Λατ. nonne? ἆρ' οὐ τέθνηκε; σίγουρα είναι νεκρός, δεν είναι; ἆρα μὴ τέθνηκε; σίγουρα δεν είναι νεκρός, είναι; όταν τα οὐκαι μή εμφανίζονται σε αλληλοδιαδεχόμενες προτάσεις, κάθε αρνητικό (μόριο) διατηρεί την κανονική του έννοια, οὐ σῖγ' ἀνέξει μηδὲ δειλίαν ἀρεῖς; δεν θα σωπάσεις, και θα είσαι δειλός; δηλ. σώπασε και μην είσαι δειλός, σε Σοφ. β) με υποτ., όταν η απάντηση είναι κάπως αμφίβολη, μὴ οὕτω φῶμεν; μπορούμε να μιλάμε έτσι; σε Πλάτ.· ομοίως επίσης, με ευκτ. και ἄν, πῶς ἄν τις μὴ λέγοι; πώς μπορεί ένας άνθρωπος ν' αντέξει να μη μιλάει; στον ίδ. II. οι πλάγιες ερωτήσεις με μή ανήκουν στην πραγματικότητα στην περίπτωση του μή με ρήματα φόβου και ανησυχίας, περισκόπω μή πού τις ἐγχρίμπτῃ, σε Σοφ.