Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λάω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
λάω[ᾰ] (Α), =βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· ὀξὺλάων, γρήγορος στη ματιά, σε Ομηρ. Ύμν.
λάω[ᾰ] (Β), αρχ. Δωρ. ρήμα, το οποίο απαντά μόνο σε ενεστ., = θέλω, εύχομαι, επιθυμώ· λῶ, λῇς, λῇ, λῶμες, λῆτε, λῶντι· βʹ και γʹ ενικ. υποτ. λῇς, λῇ, ευκτ. γʹ ενικ. λῴη· απαρ. λῆν· μτχ. τῷ λῶντι.