LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θύμον"
- θύμον[ῠ] , τό ή θύμος, -έος, ὁ, 1. θυμός, σε Αριστοφ., κ.λπ. 2. μείγμα θυμαριού με μέλι και ξίδι, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).