LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ζά"
- ζά[ᾰ], I. Αιολ. αντί διά· ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν, σε Θεόκρ. II.ζα-, αχώριστο πρόθεμα = δα-, ἀρι-, ἐρι-, πολύ, αρκετά, όπως στα ζά-θεος, ζά-κοτος, ζα-μενής κ.λπ.