Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰσπράσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἰσ-πράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, συγκεντρώνω ή ζητώ, απαιτώ χρέη, φόρους, οφειλές, σε Δημ.· τινά, από ένα πρόσωπο, στον ίδ.Μέσ., ζητώ για τον εαυτό μου, έχω πληρωθεί, σε Ευρ.Παθ., λέγεται για τα χρήματα, εισπράττομαι, σε Δημ.