Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰσποιέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εἰσ-ποιέω, μέλ. -ήσω· 1. δίνω προς υιοθεσία, εἰσποιεῖν υἱόν τινι, σε Πλάτ.· εἰσπ. ἑαυτὸν Ἄμμωνι, αποκαλεί τον εαυτό του γιο του Άμμωνα, σε Πλούτ.Μέσ., υιοθετώ, σε Δημ. 2. γενικά, εἰσπ. τινὰς εἰς λειτουργίαν, εἰσάγω νέους χορηγούς σε δημόσια λειτουργία, σε Δημ.