
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εἰ"
-
εἰ, Επικ. και Δωρ. επίσης αἰ, υποθ. σύνδ., Λατ. si, εάν· και σε πλάγιες ερωτήσεις, αν.
Α. I. με ρήμα στην υπόθεση που απαντά με όμοιο χρόνο στην απόδοση· 1. με ενεστ. και οριστ. μέλ., για να δηλώσει απλή πιθανότητα· εἰ τοῦτο ποιεῖ (ή ποιήσει), ἁμαρτάνει (ή ἀμαρτήσεται), εάν αυτός κάνει (ή θα κάνει) αυτό, είναι (ή θα είναι) λάθος. 2. με παρατ. και οριστ. αορ., για να δηλώσει το αδύνατο· εἰ τοῦτο ἐποίει, ἡμαρτάνειν ἄν, εάν έκανε αυτό, θα ήταν λάθος· εἰ τοῦτο ἐποίησεν, ἥμαρτεν ἄν, εάν έκανε (ή είχε κάνει) αυτό, θα ήταν λάθος. 3. με ευκτ. για να δηλώσει απλή υπόθεση· εἰ τοῦτο ποιοῖ, ἁμαρτάνοι ἄν, εάν επρόκειτο να κάνει αυτό, θα διέπραττε σφάλμα. 4. με υποτ., για να δηλώσει ενδεχόμενο με κάποιο βαθμό πιθανότητας· σ' αυτή την περίπτωση προστίθεται πάντα ένα ἄν, και το εἰ ἄν γίνεται ἐάν, ἤν, ἄν (Επικ. εἴ κεν), ἐὰν τοῦτο ποιῇ, ἁμαρτήσεται, εάν κάνει αυτό, θα διαπράξει σφάλμα. II. 1. μερικές φορές η απόδοση παραλείπεται, έτσι που το εἶ εκφράζει ευχή· εἴ μοι γένοιτο φθόγγος, αν είχα φωνή, (θα ήθελα...), δηλ. μακάρι να είχα φωνή! ομοίως εἰ γάρ, εἴθε, Επικ. αἰ γάρ, αἴθε. 2. κάποιες φορές η πρόταση παραλείπεται, εἰ δ' ἄγε, εμπρός, έλα, εἰ δὲ (βούλει), ἄγε, σε Ομήρ. Οδ.· εἰ δέ, σὺ μὲν ἄκουσον, σε Ομήρ. Ιλ. 3. εἰ δὲ μή, Λατ. sin minus, αλλιώς, αντί εἰ δὲ μὴ (τοῦτό ἐστι), σε Ηρόδ. κ.λπ. Β. στις πλάγιες ερωτήσεις, ποιο, ποιο από τα δύο, Λατ. an, ακολουθ. από οριστ., υποτ. ή ευκτ., σύμφωνα με τους κανόνες σχηματισμού του πλαγίου λόγου. 1. με οριστ. ή υποτ. μετά από αρκτικούς χρόνους, οὐκ οἶδ', εἰ θεός ἐστιν, εάν είναι θεός, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκ οἶδ' εἰ δῶ, εάν θα δώσω, σε Ξεν. 2. με ευκτ. μετά από ιστορικούς χρόνους, ἤρετο εἴ τις ἐμοῦ εἴη σοφώτερος, αυτός ρώτησε εάν ήταν κανείς πιο έξυπνος από εμένα, σε Πλάτ. II. μετά από ρήματα που εκφράζουν απορία, θαυμασμό, οργή, αγανάκτηση κ.λπ.· θαυμάζω εἰ μηδεὶς ὀργίζεται, όπου εἰ σχεδόν = ὅτι, σε Δημ.· ἀγανακτεῖ εἰ μὴ στεφανωθήσεται, σε Αισχίν.