LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δράω"
- δράω, υποτ. δρῶ, δρᾷς, δρᾷ, ευκτ. δρῷμι, Επικ. δρώοιμι, παρατ. ἔδρων, μέλ. δράσω, αόρ. αʹ ἔδρᾱσα, Ιων. ἔδρησα, παρακ. δέδρᾱκα — Παθ. αόρ. αʹ ἐδράσθην, παρακ. δέδρᾱμαι· πράττω, κάνω, ενεργώ, ιδίως, πραγματοποιώ, κατορθώνω κάτι μεγάλο, καλό ή κακό, πρβλ. Λατ. facinus, σε Αττ.· συχνά, αντίθ. προς το πάσχω, ἄξια δράσας ἄξια πάσχων, σε Αισχύλ.· κακῶς δράσαντες οὐκ ἐλάσσονα πάσχουσι, στον ίδ.· παροιμ., «δράσαντι παθεῖν», εάν κάνεις κάτι περίμενε και τις συνέπειές του, στον ίδ.· πεπονθότα μᾶλλον ἢ δεδρακότα, πράξεις παθητικές περισσότερο παρά ενεργητικές, σε Σοφ.· ομοίως, τὸ δρῶν, εκτέλεση ενός πράγματος, στον ίδ.· εὖ ή κακῶς δρᾶν τινα, ευεργετώ ή βασανίζω κάποιον, σε Θέογν., Σοφ.