
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δείλη"
- δείλη, ἡ, 1. απόγευμα, απομεσήμερο, ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ, σε Ομήρ. Ιλ.· διαχωρίζεται σε πρώιμο και όψιμο (πρωΐα και ὀψία), περὶ δείλην πρωΐην ή δείλης ὀψίης, σε Ηρόδ.· τῆς δείλης, κατά τη διάρκεια του απογεύματος, σε Ξεν. 2. προχωρημένο απόγευμα, μέρος της ημέρας κοντά στο βράδυ, κοντόβραδο, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).