LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δίωξις"
- δίωξις, -εως, ἡ (διώκω),· I. 1. κυνήγι, καταδίωξη, λέγεται για πρόσωπα, σε Θουκ. 2. επιδίωξη ενός σκοπού, σε Πλάτ. II. ως δικανικός όρος, κατηγορία, καταγγελία, σε Δημ. κ.λπ.