Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐερύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐ-ερύω, Επικ. αορ. αʹ αὐέρῠσα, έλκω πίσω ή προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· έλκω το τόξο, στο ίδ· απόλ. σε θυσία, έλκω το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω έτσι ώστε να κόψω το λαιμό του, στο ίδ. (Δύσκολα θα μπορούσε να είναι σύνθετο από αὖ και ἐρύω, καθώς το αὖ πουθενά δεν χρησιμ. με την τοπική σημασία του πίσω· πιθ. από ἀνερύω, δηλ. ἀν-Ϝερύω).