ΔΕΣΜΟΙ
Χάος
Χάος < από τη ρίζα ΧΑ, χαίνω, χάσκω - ανοίγω.
Τάρταρος
Τάρταρος: άβυσσος σκοτεινή, πιο βαθιά από τον Άδη, όσο η γη απέχει από τον ουρανό· μεταγενέστερα σήμαινε ο κάτω κόσμος, συνώνυμο του Άδη. (λεξικό Liddel - Scott)]
«Μυθολογική λογική»
Δείτε ότι μια τερατώδης σχέση -Νύκτα, Πόντος- γεννά τερατώδεις απογόνους. Από μια φυσιολογική ένωση δύο συγγενών δυνάμεων -στη συγκεκριμένη περίπτωση των υδάτινων του Ωκεανού και της Τηθύς- προκύπτουν φυσιολογικοί απόγονοι -στη συγκεκριμένη περίπτωση μικροί και μεγάλοι ποταμοί και οι πάνω από 3000 Νύμφες.
Βία - Ευφυΐα
Ο Κρόνος κόβει τα γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού και, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία του, τρώει τα παιδιά που γεννά η σύζυγός του Ρέα. Η Ρέα, δύναμη θηλυκή, σωματικά/φυσικά πιο αδύναμη από τον άνδρα, σαν αντίβαρο σε αυτή την αδυναμία, αναπτύσσει ευφυΐα, προκειμένου να διαφυλάξει τα παιδιά της: θα δώσει στον Κρόνο να φάει μια πέτρα αντί για τον μικρό Δία.
Τρόπος τέλεσης της θυσίας
«Γιατί όταν οι θεοί και οι θνητοί άνθρωποι στη Μηκώνη τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας), με πρόθυμη καρδιά, μοίρασε και παρέθεσε ένα μεγαλόσωμο βόδι, προσπαθώντας να ξεγελάσει τον νου του Δία. Για εκείνον έβαλε τα παχιά εντόσθια και τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την κοιλιά του βοδιού. Για τους ανθρώπους τοποθέτησε με δόλο τα άσπρα κόκαλα του βοδιού και τα ακούμπησε κάτω, αφού τα κάλυψε με λευκό λίπος. Τότε λοιπόν ο πατέρας θεών και ανθρώπων του είπε: «Γιε του Ιαπετού, επιφανέστερε απ' όλους τους άρχοντες, πόσο μεροληπτικά χώρισες τις μερίδες.» Έτσι είπε περιπαίζοντάς τον ο Δίας που αθάνατες σκέψεις έχει. Κι ο δολοπλόκος Προμηθέας του απάντησε με ήσυχο χαμόγελο, χωρίς να ξεχάσει το τέχνασμα που είχε κατά νου: «Δία πανένδοξε, μεγαλύτερε απ' τους αιώνιους θεούς, έλα διάλεξε όποια η καρδιά στα στήθη σου προστάζει.» Έτσι είπε με πονηριά στη σκέψη. Κι ο Ζευς, που αθάνατες σκέψεις έχει, εννόησε κι ο δόλος δεν του ξέφυγε. Πρόβλεπε όμως τα δεινά για τους θνητούς ανθρώπους, που έμελλε να γίνουν. Και σήκωσε με τα δύο του χέρια το λευκό λίπος κι οργίστηκε μέσα του βαθιά και χολή ήρθε στη ψυχή του, καθώς είδε λευκά κόκαλα βοδιού για τους αθάνατους με δόλιο τέχνασμα. Και από τότε πάνω στη γη τα γένη των ανθρώπων στους αθανάτους καίνε οστά λευκά επάνω στους ευωδιαστούς βωμούς.» Και ο Δίας που τα νέφη συγκεντρώνει του είπε με θλίψη βαριά: « Γιε του Ιαπετού, που οι σκέψεις σου είναι ανώτερες όλων, δεν ξέχασες, καλέ μου, ακόμη τη δόλια τέχνη σου.» Έτσι είπε ο Δίας με τις αθάνατες σκέψεις οργισμένος. Και από τότε, την οργή του δίχως να ξεχνά ποτέ, δεν έστελνε πλέον, στα δένδρα, στις μελιές, την ορμή της ακούραστης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη.» (Ησ., Θεογ. 535-564)
Η κλοπή της φωτιάς
«Αλλά ο γενναίος γιος του Ιαπετού τον εξαπάτησε κι έκλεψε τη λάμψη της ακάματης φωτιάς που φέγγει μακριά μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθιά τη ψυχή του Δία που βροντά από ψηλά και χολώθηκε, καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη μακρόφωτη λάμψη της φωτιάς. Κι αμέσως, σαν αντιστάθμισμα για τη φωτιά, ετοίμασε ένα κακό για τους ανθρώπους. Γιατί ο δοξασμένος Χωλός πήρε χώμα και έπλασε ομοίωμα σεμνής παρθένας, όπως το ζήτησε ο γιος του Κρόνου. Κι η γλαυκομάτα θεά Αθηνά την έζωσε και τη στόλισε με κατάλευκο φόρεμα. Κι απ' το κεφάλι μέχρι κάτω της έριξε με τα χέρια της πέπλο κεντητό, θαύμα να τη βλέπεις. [Και γύρω στο κεφάλι της η Παλλάδα Αθηνά έβαλε στεφάνια από λαχταριστά λουλούδια χλόης που μόλις είχε βλαστήσει]. Και γύρω στο κεφάλι της έθεσε διάδημα χρυσό που το 'χε φτιάξει ο ξακουστός Χωλός με τα επιδέξια χέρια του για χάρη του Δία, του πατέρα του. Πάνω σ' αυτό χειροτέχνησε πολλά σχέδια από γεννήματα, θαύμα να τα βλέπεις, όσα τρέφει η στεριά κι η θάλασσα. Κι έβαλε πολλά απ' αυτά πάνω του -μια χάρη έπνεε πάνω σε όλα-, στολίδια θαυμαστά που έμοιαζαν με ζωντανά έτοιμα να σου μιλήσουν. Έπειτα, αφού έφτιαξε τούτο το καλό κακό, αντιστάθμισμα του όμορφου καλού, την έβγαλε έξω, εκεί όπου βρίσκονταν οι άλλοι θεοί και οι άνθρωποι, ενώ αυτή καμάρωνε για το στόλισμα που της είχε κάνει η γλαυκομάτα, κόρη πανίσχυρου πατέρα. Και θαυμασμός τότε κατέλαβε τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους, καθώς είδαν την αναπόφευκτη παγίδα, την αναπότρεπτη για τους ανθρώπους. Γιατί απ' αυτήν βγήκε το γένος των γυναικών [απ' αυτή κρατά το ολέθριο γένος των και η φυλή των γυναικών,] μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, συγκάτοικοι των ανδρών, που δεν ταιριάζουν στην καταραμένη φτώχεια αλλά στον πλούτο. Όπως μέσα στα καλοσκεπασμένα μελίσσια οι μέλισσες τρέφουν τους κηφήνες, συντρόφους κακών έργων. Γιατί αυτές ολημερίς, μέχρι τη δύση του ήλιου, τρέχουν καθημερινά και φτιάχνουν λευκές κερήθρες, ενώ εκείνοι μένουν μέσα στις θολωτές κυψέλες καταπίνοντας τον ξένο κόπο. Τέτοιο κακό για τους θνητούς τους άνδρες έφτιαξε ο Δίας, που βροντά από ψηλά, τις γυναίκες, συντρόφους κακών έργων. Κι ακόμη ένα κακό τους έδωσε για το καλό που πήραν: όποιος αποφεύγει τον γάμο και τα βάσανα για τη φροντίδα της γυναίκας και δεν θέλει να παντρευτεί και να φτάσει στα καταραμένα γεράματα χωρίς να έχει κάποιον να τον γηροκομήσει, τότε δεν θα στερηθεί το βιός του, αλλά μετά το θάνατό του θα μοιραστούν τα υπάρχοντά του οι συγγενείς οι μακρινοί. Όποιος πάλι του 'γραψε η μοίρα να παντρευτεί και να πάρει σύντροφο φρόνιμη και σταθερή στον νου, και τότε σ' όλη του τη ζωή θ' αγωνίζεται να ισοφαρίσει το κακό με το καλό. Όποιου πάλι του 'τυχε γένος γυναίκας ολέθριο ζει έχοντας στα στήθη του, στην ψυχή και στην καρδιά αβάσταχτο πόνο, που είναι κακό αγιάτρευτο.» (Ησ., Θεογ. 565-613)